Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέδουσα

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus

German (Pape)

[Seite 110] ἡ, s. μέδων.

Greek Monolingual

η
ζωολ. εναλλακτική φάση του κύκλου ζωής τών κνιδοζώων, τα άτομα της οποίας είναι συνήθως ελεύθερα, μονήρη, κολυμβητικά και γονοφόρα, έχουν σχεδόν διάφανο σώμα —με περιεκτικότητα σε νερό από τις μεγαλύτερες στο ζωικό βασίλειο— που αποτελείται από ένα συσταλτό σκιάδιο σαν ομπρέλα, με νημάτια που κρέμονται στις παρυφές του, και από έναν στοματικό κώνο στο κοίλο κάτω μέρος του σκιαδίου, σε σχήμα μίσχου, αντίστοιχο με το χερούλι της ομπρέλας, και κολυμπούν με παλμικές κινήσεις του σκιαδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. medusa (< Μέδουσα)].

Mantoulidis Etymological

(=ὄνομα Γοργόνας). Εἶναι θηλυκό τῆς μετοχῆς μεδέων τοῦ μέδω (=ἄρχω) ἀντί μεδέουσα.