εὔμολπος: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eymolpos
|Transliteration C=eymolpos
|Beta Code=eu)/molpos
|Beta Code=eu)/molpos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sweetly singing]], AP9.396 (Paul. Sil.): as pr.n.in <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>154</span>, etc.</span>
|Definition=ον, [[sweetly singing]], AP9.396 (Paul. Sil.): as pr.n.in h.Cer.154, etc. See also [[Εὔμολπος]] ([[Eumolpus]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμολπος''': -ον, ὁ [[ἡδέως]] μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, [[ὄνομα]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, [[μέλπω]] [[καλῶς]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ.
|lstext='''εὔμολπος''': -ον, ὁ [[ἡδέως]] μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, [[ὄνομα]] ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - [[εὐμολπέω]], [[μέλπω]] [[καλῶς]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - [[εὐμολπία]], ἡ, «[[εὐφωνία]]» Ἡσύχ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 06:25, 25 October 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμολπος Medium diacritics: εὔμολπος Low diacritics: εύμολπος Capitals: ΕΥΜΟΛΠΟΣ
Transliteration A: eúmolpos Transliteration B: eumolpos Transliteration C: eymolpos Beta Code: eu)/molpos

English (LSJ)

ον, sweetly singing, AP9.396 (Paul. Sil.): as pr.n.in h.Cer.154, etc. See also Εὔμολπος (Eumolpus).

German (Pape)

[Seite 1081] schön singend, Paul. gil. 72 (IX, 596).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμολπος: -ον, ὁ ἡδέως μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, ὄνομα ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, μέλπω καλῶς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chante bien, harmonieusement.
Étymologie: εὖ, μολπή.

Greek Monolingual

εὔμολπος, -ον (Α)
1. αυτός που τραγουδάει γλυκά και μελωδικά
2. αυτός που τραγουδιέται μελωδικά, ο γεμάτος αρμονία
3. και ως κύριο όνομα Εὔμολπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μολπή (< μέλπω)].

Greek Monotonic

εὔμολπος: -ον, (μολπή), αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμολπος: хорошо поющий Anth.

Middle Liddell

εὔ-μολπος, ον μολπή
sweetly singing, Anth.