λιθάργυρος: Difference between revisions
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(6_10) |
m (Text replacement - "dist." to "distinct") |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithargyros | |Transliteration C=lithargyros | ||
|Beta Code=liqa/rguros | |Beta Code=liqa/rguros | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[litharge]], [[lead monoxide]], Nic. ''Al.'' 594, Gal. 13.397, al. ; sometimes called λ. ἀργυρῖτις, to distinct it from λ. [[χρυσῖτις]] (flake [[litharge]]), Dsc. 5.87. as ''Adj.'', = [[λιθαργύρινος]] (of [[λιθάργυρος]], like [[λιθάργυρος]]), Achae. 19. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθάργῠρος''': ἡ, Λατ. spuma argenti, ὁ [[ὑαλώδης]] [[μόλυβδος]] ὁ συναγόμενος κατὰ τὴν χώνευσιν ἀργυρούχου γῆς πρὸς ἀποχωρισμὸν τοῦ ἀργύρου ἀπὸ τοῦ μολύβδου, Νικ. Ἀλ. | |lstext='''λῐθάργῠρος''': ἡ, Λατ. spuma argenti, ὁ [[ὑαλώδης]] [[μόλυβδος]] ὁ συναγόμενος κατὰ τὴν χώνευσιν ἀργυρούχου γῆς πρὸς ἀποχωρισμὸν τοῦ ἀργύρου ἀπὸ τοῦ μολύβδου, Νικ. Ἀλ. 607· [[ἐνίοτε]] καλεῖται λ. ἀργυρῖτις, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ὀξειδίου τοῦ καλουμένου λ. χρυσῖτις, ἐν ᾧ ὑπῆρχε καὶ [[μῖγμα]] χρυσοῦ, Διοσκ. 5. 102. ΙΙ. = [[λιθαργύρινος]], Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 451C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[λιθάργυρος]], ή, Μ και [[λιθάργυρος]], ὁ)<br />μια από τις δύο μορφές του ορυκτού οξειδίου του δισθενούς μολύβδου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[λιθαργύρινος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:10, 31 October 2021
English (LSJ)
ἡ, litharge, lead monoxide, Nic. Al. 594, Gal. 13.397, al. ; sometimes called λ. ἀργυρῖτις, to distinct it from λ. χρυσῖτις (flake litharge), Dsc. 5.87. as Adj., = λιθαργύρινος (of λιθάργυρος, like λιθάργυρος), Achae. 19.
German (Pape)
[Seite 44] ἡ, eigtl. Steinsilber, Glätte, Silber- u. Bleiglätte, die beim Schmelzen des Silbers u. s. w. entsteht, spuma argenti; Nic. Al. 607; Diosc.; bei Hippocr. auch ἀργυρίου ἄνθος genannt. Auch ein Metall, aus dem weiße, dem Zinn ähnliche Gefäße gemacht wurden, wahrscheinlich eine Mischung von Blei u. Silber, stannum, Diosc. – Auch adj., ὄλπη, = λιθαργύρινος, Achaeus bei Ath. X, 451 e.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθάργῠρος: ἡ, Λατ. spuma argenti, ὁ ὑαλώδης μόλυβδος ὁ συναγόμενος κατὰ τὴν χώνευσιν ἀργυρούχου γῆς πρὸς ἀποχωρισμὸν τοῦ ἀργύρου ἀπὸ τοῦ μολύβδου, Νικ. Ἀλ. 607· ἐνίοτε καλεῖται λ. ἀργυρῖτις, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ὀξειδίου τοῦ καλουμένου λ. χρυσῖτις, ἐν ᾧ ὑπῆρχε καὶ μῖγμα χρυσοῦ, Διοσκ. 5. 102. ΙΙ. = λιθαργύρινος, Ἀχαι. παρ’ Ἀθην. 451C.
Greek Monolingual
ο (AM λιθάργυρος, ή, Μ και λιθάργυρος, ὁ)
μια από τις δύο μορφές του ορυκτού οξειδίου του δισθενούς μολύβδου
αρχ.
ως επίθ. λιθαργύρινος.