σημερινός: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "to-day" to "today")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=simerinos
|Transliteration C=simerinos
|Beta Code=shmerino/s
|Beta Code=shmerino/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">of today</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Sos.</span>vi 2</span>, <span class="bibl">Ammon.<span class="title">in Int.</span>32.5</span>, Sch. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>699</span>, Dosith.<span class="bibl">p.397</span> K., <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=σημερινή, σημερινόν, [[of today]], Call.Sos.vi 2, Ammon.in Int.32.5, Sch. Ar.Nu.699, Dosith.p.397 K., Gloss.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:40, 27 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημερῐνός Medium diacritics: σημερινός Low diacritics: σημερινός Capitals: ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ
Transliteration A: sēmerinós Transliteration B: sēmerinos Transliteration C: simerinos Beta Code: shmerino/s

English (LSJ)

σημερινή, σημερινόν, of today, Call.Sos.vi 2, Ammon.in Int.32.5, Sch. Ar.Nu.699, Dosith.p.397 K., Gloss.

German (Pape)

[Seite 875] heurig, heutig, Philoxen. Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

σημερῐνός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σήμερον, ὡς καὶ νῦν, Γλωσσ. - Κατὰ Κόντον (Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 333) ἀδόκιμον.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σημερινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σημερνός, -ή, -ό, Ν
αυτός που υπάρχει ή γίνεται σήμερα (α. «η σημερινή βροχή» β. «η σημερινή απόφαση» γ. «οι σημερινές εφημερίδες»)
νεοελλ.
τωρινός, σύγχρονος (α. «τα σημερινά προβλήματα
β. «τα σημερινά σχολεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμερ-ον + κατάλ. -ινός (πρβλ. παντοτ-ινός)].