ἀποπάλλω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπάλλω''': [[πάλλω]] τι καὶ [[ἐξακοντίζω]] αὐτό, [[ῥίπτω]], βέλη Λουκ. Ἔρωτ. 45: - Παθ. , πηδῶ [[ὀπίσω]], ἀνακόπτομαι, τινάσσομαι [[ὀπίσω]], ἀπ. [[πάλιν]] Ἀριστ. Προβλ. 9. 14, 1, πρβλ. Πλουτ. Ἀλεξ. 35.
|lstext='''ἀποπάλλω''': [[πάλλω]] τι καὶ [[ἐξακοντίζω]] αὐτό, [[ῥίπτω]], βέλη Λουκ. Ἔρωτ. 45: - Παθ., πηδῶ [[ὀπίσω]], ἀνακόπτομαι, τινάσσομαι [[ὀπίσω]], ἀπ. [[πάλιν]] Ἀριστ. Προβλ. 9. 14, 1, πρβλ. Πλουτ. Ἀλεξ. 35.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:15, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπάλλω Medium diacritics: ἀποπάλλω Low diacritics: αποπάλλω Capitals: ΑΠΟΠΑΛΛΩ
Transliteration A: apopállō Transliteration B: apopallō Transliteration C: apopallo Beta Code: a)popa/llw

English (LSJ)

A hurl or cast, βέλη Luc.Am.45; radiate, αὐγήν J. BJ5.5.6:—Pass., rebound, Epicur.Fr.293; ἀ. πάλιν Arist.Pr.891a3, cf. Plu.Alex.35, S.E.M.10.73, etc.

German (Pape)

[Seite 318] wegschleudern, Luc. Amor. 45; pass., abprallen, Arist. Probl. 9, 14; Plut. Alex. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπάλλω: πάλλω τι καὶ ἐξακοντίζω αὐτό, ῥίπτω, βέλη Λουκ. Ἔρωτ. 45: - Παθ., πηδῶ ὀπίσω, ἀνακόπτομαι, τινάσσομαι ὀπίσω, ἀπ. πάλιν Ἀριστ. Προβλ. 9. 14, 1, πρβλ. Πλουτ. Ἀλεξ. 35.

French (Bailly abrégé)

faire rebondir ; Pass. rebondir, être réfléchi ou répercuté.
Étymologie: ἀπό, πάλλω.

Spanish (DGE)

1 lanzar, arrojar βέλη Luc.Am.45
irradiar αὐγήν I.BI 5.222, en v. pas. ἀποπαλλομένας ... τὰς αὐγάς Cleom.2.4.101, φλόγα ... ἀποπαλλομένην Emp.A 57.
2 en v. med. rebotar πάλιν hacia atrás Arist.Pr.891a3, de trozos de una piedra, Epicur.293U., ἀποπάλλεσθαι ... τι σκληρὸν ἀφ' ἑτέρου σκληροῦ Gal.9.306, ἡ χεὶρ ἀφίσταται τῆς ἀποπαλλομένης σφαίρας S.E.M.10.73, cf. Plu.Alex.35, Gal.1.418 (= Democr.A 49), Ph.1.610.

Greek Monolingual

ἀποπάλλω (Α)
1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω
2. τινάζομαι πίσω, αναπηδώ.

Greek Monotonic

ἀποπάλλω: πάλλω κάτι και το εξακοντίζω, ρίχνω, εκσφενδονίζω, σε Λουκ. — Παθ., ανακόπτομαι, τινάζομαι πίσω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπάλλω:
1) бросать, метать (βέλη δι᾽ εὐστόχου δεξιᾶς Luc.);
2) pass. отскакивать (πάλιν Arst.; ἐκπηδᾶν καὶ ἀποπάλλεσθαι Plut.).

Middle Liddell


to hurl, Luc.:—Pass. to rebound, Plut.