διεκπεραίνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διεκπεραίνω:''' доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν [[αὐτῷ]] [[βίος]] διεκπερανθῇ Soph. - v. l. διεκπεραθῇ).
|elrutext='''διεκπεραίνω:''' доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν [[αὐτῷ]] [[βίος]] διεκπερανθῇ Soph. - [[varia lectio|v.l.]] διεκπεραθῇ).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to go [[through]] with, Xen.
|mdlsjtxt=fut. ᾰνῶ<br />to go [[through]] with, Xen.
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπεραίνω Medium diacritics: διεκπεραίνω Low diacritics: διεκπεραίνω Capitals: ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: diekperaínō Transliteration B: diekperainō Transliteration C: diekperaino Beta Code: diekperai/nw

English (LSJ)

A go through with, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. X.Oec.6.1:—Pass., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ S.Fr.646.

German (Pape)

[Seite 618] ganz zu Ende bringen, Xen. Oec. 6, 1; ὁ βίος παντελῶς διεξεπεράνθη Soph. frg. 572. S. διεκπεράω.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπεραίνω: μέλλ -ᾰνῶ, φέρω τι εἰς πέρας, τελειώνω, τὰ τούτων ἐχόμενα δ. Ξεν. Οἰκ. 6, 1. - Παθ., πρὶν… βίος διεκπερανθῇ Σοφ. Ἀποσπ. 572.

French (Bailly abrégé)

achever entièrement.
Étymologie: διά, ἐκπεραίνω.

Spanish (DGE)

exponer pormenorizadamente τὰ τούτων ἐχόμενα X.Oec.6.1.

Greek Monolingual

διεκπεραίνω (Α) [[εκ περαίνω]]
φέρω εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω.

Greek Monotonic

διεκπεραίνω: μέλ. -ᾱνῶ, φέρνω κάτι εις πέρας, ολοκληρώνω, αποπερατώνω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διεκπεραίνω: доводить до конца, завершать (τι Xen.; πρὶν αὐτῷ βίος διεκπερανθῇ Soph. - v.l. διεκπεραθῇ).

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to go through with, Xen.