βροτόεις: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εσσα, -εν<br />[[humano]] μέλεα Stesich.15.2.13<i>S</i>., [[δέμας]] Nonn.<i>D</i>.47.431 (v.l.), cf. [[βροτός]].<br />-εσσα, -εν<br />[[sangriento]], [[ἔναρα]] <i>Il</i>.6.480, 8.534, Hes.<i>Sc</i>.367, [[ἀνδράγρια]] <i>Il</i>.14.509, ὠτειλή Hom.<i>Fr</i>.8, cf. [[βρότος]].
|dgtxt=-εσσα, -εν<br />[[humano]] μέλεα Stesich.15.2.13<i>S</i>., [[δέμας]] Nonn.<i>D</i>.47.431 ([[varia lectio|v.l.]]), cf. [[βροτός]].<br />-εσσα, -εν<br />[[sangriento]], [[ἔναρα]] <i>Il</i>.6.480, 8.534, Hes.<i>Sc</i>.367, [[ἀνδράγρια]] <i>Il</i>.14.509, ὠτειλή Hom.<i>Fr</i>.8, cf. [[βρότος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:30, 11 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροτόεις Medium diacritics: βροτόεις Low diacritics: βροτόεις Capitals: ΒΡΟΤΟΕΙΣ
Transliteration A: brotóeis Transliteration B: brotoeis Transliteration C: vrotoeis Beta Code: broto/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (βρότος) A gory, ἔναρα Il.6.480, etc.; ἀνδράγρια 14.509. II = βρότειος, Nonn.D.47.431 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 465] εσσα, εν, blutig, blutbespritzt; Hom. ἔναρα βροτόεντα Iliad. 6, 480. 8, 534. 10, 528. 570. 15, 347. 17, 13. 540. 22, 245; βροτόεντ' ἀνδράγρια Iliad. 14, 509; – ἔναρα βροτόεντα Hesiod. Scut. 367.

Greek (Liddell-Scott)

βροτόεις: εσσα, εν, (βρότος) ᾑματωμένος, κεκηλιδωμένος μὲ ἀνθρώπινον αἷμα, ἐπὶ τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν φονευθέντων, ἔναρα Ἰλ. Ζ.480, κτλ.· ἀνδράγρια Ξ. 509.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
couvert de sang.
Étymologie: βρότος.

English (Autenrieth)

(βρότος): bloody, gory. (Il.)

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
humano μέλεα Stesich.15.2.13S., δέμας Nonn.D.47.431 (v.l.), cf. βροτός.
-εσσα, -εν
sangriento, ἔναρα Il.6.480, 8.534, Hes.Sc.367, ἀνδράγρια Il.14.509, ὠτειλή Hom.Fr.8, cf. βρότος.

Greek Monolingual

βροτόεις, -εσσα, -εν (Α) βρότος
κηλιδωμένος με ανθρώπινο αίμα.

Greek Monotonic

βροτόεις: -εσσα, -εν (βρότος), λεκιασμένος με ανθρώπινο αίμα, κηλιδωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

βροτόεις: όεσσα, όεν βρότος залитый кровью, окровавленный (ἔναρα Hom., Hes.).

Middle Liddell

βρότος
gory, blood-boltered, Il.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βροτόεις -εσσα -εν βρότος bloederig.