φιλοψυχέω: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοψῡχέω''': ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι [[δειλός]], [[μικρόψυχος]], Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, [[Ἡρακλ]]. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2.
|lstext='''φῐλοψῡχέω''': ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι [[δειλός]], [[μικρόψυχος]], Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, Ἡρακλ. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· [[ὑπὲρ]] τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 16:53, 14 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοψῡχέω Medium diacritics: φιλοψυχέω Low diacritics: φιλοψυχέω Capitals: ΦΙΛΟΨΥΧΕΩ
Transliteration A: philopsychéō Transliteration B: philopsycheō Transliteration C: filopsycheo Beta Code: filoyuxe/w

English (LSJ)

A love one's life, with collat. sense of to be cowardly or faint-hearted, Tyrt.10.18, E.Hec.315, Heracl.518,533, D.60.28, etc.; φ. ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς Lys.2.25.

German (Pape)

[Seite 1289] sein Leben lieben, schonen, furchtsam, zaghaft sein; Tyrt. 1, 18; Eur. Hec. 315 Mel. 1385 u. öfter; Lys. 2, 25; vgl. Phryn. in B. A. 71; – φιλοψυχητέον, man muß das Leben lieben, Plat. Gorg. 512 e.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοψῡχέω: ἀγαπῶ τὴν ζωήν μου, συμπαρομαρτούσης καὶ τῆς σημασίας τῆς δειλίας, εἶμαι δειλός, μικρόψυχος, Τυρταῖος 7. 18, Εὐρ. Ἑκ. 315, Ἡρακλ. 518, 533, Δημ. 1397. 27, κλπ.· ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς Λυσίας 193. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aimer la vie, tenir à la vie ; être lâche.
Étymologie: φιλόψυχος.

Greek Monotonic

φῐλοψῡχέω: μέλ. -ήσω (φιλόψυχος), αγαπώ τη ζωή μου, είμαι δειλός ή μικρόψυχος, σε Τυρτ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοψῡχέω: дорожить своей жизнью, цепляться за жизнь Eur., Plat., Dem., Plut.: ὑπὲρ τῆς ἀρετῆς οὐ φιλοψυχήσαντες Lys. по доблести (своей) не пожалевшие отдать жизнь.

Middle Liddell

φῐλοψῡχέω, fut. -ήσω φιλόψυχος
to love one's life: to be cowardly or faint-hearted, Tyrtae., Eur.