χοραύλης: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χοραύλης''': -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς χοροῦ, ὁ συνοδεύων τὸν χορὸν διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λατ. choraules, Ἀνθ. Παλατ. 11. 11, Πλουτ. Ἀντών. 24, | |lstext='''χοραύλης''': -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς χοροῦ, ὁ συνοδεύων τὸν χορὸν διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λατ. choraules, Ἀνθ. Παλατ. 11. 11, Πλουτ. Ἀντών. 24, συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 1719 κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 14:50, 31 January 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who accompanies a chorus on the flute, AP 11.11 (Lucill.), Plu. Ant. 24; freq. in Inscrr., as IG 7.1773 (Thespiae), CIG 1719 (Delph.), etc.
German (Pape)
[Seite 1364] ὁ, Chorpfeifer, dah. – a) der den Chor mit der Flöte begleitet, zum Chortanz die Flöte bläs't, Strab. – b) der einen Chor für sich hält und sich mit ihm hören läßt, so wohl Lucill. 23 (XI, 11).
Greek (Liddell-Scott)
χοραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς χοροῦ, ὁ συνοδεύων τὸν χορὸν διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λατ. choraules, Ἀνθ. Παλατ. 11. 11, Πλουτ. Ἀντών. 24, συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 1719 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
joueur de flûte qui accompagne un chœur de danse.
Étymologie: χορός, αὐλός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μουσικός που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, αυλητής («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῡθοι χοραῡλαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. καλαμ-αύλης].
Greek Monotonic
χοραύλης: -ου, ὁ (αὐλός), αυτός που συνοδεύει το χορό με αυλό, σε Ανθ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
χοραύλης: ου ὁ хоравл, флейтист хора Plut., Anth.
Middle Liddell
χορ-αύλης, ου, ὁ, αὐλός
one who accompanies a chorus on the flute, Anth., Plut.