δομέστικος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(9)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[δομέστικος]], δομέστιγος, δεμέστιγος, [[δεμέστικος]])<br /><b>1.</b> [[οικονόμος]], [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστικό οφίκιο τών επικεφαλής του αριστερού και του δεξιού χορού τών ψαλτών, τών θυρωρών της πατριαρχικής κατοικίας κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αρχηγός]], [[διοικητής]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] της αυτοκρατορικής φρουράς<br /><b>3.</b> «[[μέγας]] [[δομέστικος]]» — [[αρχιστράτηγος]]<br /><b>4.</b> «[[δομέστικος]] τῶν σχολῶν» — [[αρχιστράτηγος]] τών εκστρατειών στην Ανατολή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>domesticus</i> «[[οικείος]]»].
|mltxt=ο (Μ [[δομέστικος]], [[δομέστιγος]], [[δεμέστιγος]], [[δεμέστικος]])<br /><b>1.</b> [[οικονόμος]], [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστικό οφίκιο τών επικεφαλής του αριστερού και του δεξιού χορού τών ψαλτών, τών θυρωρών της πατριαρχικής κατοικίας κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αρχηγός]], [[διοικητής]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] της αυτοκρατορικής φρουράς<br /><b>3.</b> «[[μέγας]] [[δομέστικος]]» — [[αρχιστράτηγος]]<br /><b>4.</b> «[[δομέστικος]] τῶν σχολῶν» — [[αρχιστράτηγος]] τών εκστρατειών στην Ανατολή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> [[domesticus]] «[[οικείος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:02, 12 March 2022

Greek Monolingual

ο (Μ δομέστικος, δομέστιγος, δεμέστιγος, δεμέστικος)
1. οικονόμος, υπηρέτης
2. εκκλησιαστικό οφίκιο τών επικεφαλής του αριστερού και του δεξιού χορού τών ψαλτών, τών θυρωρών της πατριαρχικής κατοικίας κ.ά.
μσν.
1. αρχηγός, διοικητής
2. μέλος της αυτοκρατορικής φρουράς
3. «μέγας δομέστικος» — αρχιστράτηγος
4. «δομέστικος τῶν σχολῶν» — αρχιστράτηγος τών εκστρατειών στην Ανατολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. domesticus «οικείος»].