τρόχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ [[ρύγχος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[τρέξιμο]] («παῑδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυκλικός]] [[δρόμος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[τρέξιμο]] ή για αγώνα δρόμου<br /><b>4.</b> περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τρόχοι ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) οι ημέρες (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τροχ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόπ</i>-<i>ος</i>: [[τρέπω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>ζωολ.</b> μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ [[ρύγχος]].<br /><b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[τρέξιμο]] («παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυκλικός]] [[δρόμος]]<br /><b>3.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[τρέξιμο]] ή για αγώνα δρόμου<br /><b>4.</b> περιστροφική [[κίνηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τρόχοι ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) οι ημέρες (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τροχ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. [[τρέχω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τρόπ</i>-<i>ος</i>: [[τρέπω]])].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:25, 16 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόχος Medium diacritics: τρόχος Low diacritics: τρόχος Capitals: ΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: tróchos Transliteration B: trochos Transliteration C: trochos Beta Code: tro/xos

English (LSJ)

ὁ, circular race, Hp. Vict. 2.63, 3.68, Insomn. 89; μὴ πολλοὺς τ. ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i.e. not many days (codd. τροχούς wheels), S. Ant. 1065; παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E. Med. 46.
place for running, race-course, Id. Hipp. 1133 (lyr.).
an animal, Herodor. 58J. (Trypho ap. Ammon. Diff. p. 131 V. distinguished the two senses as above.)

German (Pape)

[Seite 1154] ὁ, 1) der Lauf, bes. im Kreise herum, der Kreislauf; κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου τελῶν Soph. Ant. 1052, wo Herm. τροχούς schreibt u. durch τροχῶν ἁμίλλας von den Rädern erklärt; ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι Eur. Med. 46, wo es auch zum Folgdn gezogen werden kann. – 2) der Laufplatz, die Laufbahn, bes. die Kreisbahn, Eur. Hipp. 1133. – 3) der Läufer. – 4) der Dachs, Arist. gen. anim. 3, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 course;
2 carrière pour la course.
Étymologie: τρέχω.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
ζωολ. μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με οξύ ρύγχος.
(II)
ὁ, Α
1. το τρέξιμο («παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι στείχουσι», Ευρ.)
2. κυκλικός δρόμος
3. τόπος κατάλληλος για τρέξιμο ή για αγώνα δρόμου
4. περιστροφική κίνηση
5. φρ. «τρόχοι ἡλίου»
(στην ποίηση) οι ημέρες (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπ-ος: τρέπω)].

Russian (Dvoretsky)

τρόχος:
1) τρέχω круговой пробег, оборот: τρόχοι (v.l. τροχοὶ) ἡλίου Soph. круговращения солнца;
2) тж. pl. беговая дорожка, ристалище Eur.;
3) предполож. барсук Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρόχος -ου, ὁ [τρέχω] het rondrennen, rondgang:. τρόχοι ἡλίου rondgangen van de zon Soph. Ant. 1065.

English (Woodhouse)

(see also: τροχός) running

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)