ἱππόδρομος: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱππόδρομος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[δρόμος]] για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] στο οποίο τελούνταν ιππικοί αγώνες ή αρματηλασίες, [[ιπποδρόμιο]], Λατ. [[curriculum]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἱππόδρομος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[δρόμος]] για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέρος]] στο οποίο τελούνταν ιππικοί αγώνες ή αρματηλασίες, [[ιπποδρόμιο]], Λατ. [[curriculum]], σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱππόδρομος]])<br />[[τόπος]] στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. [[ιπποδρόμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για άρματα («λεῖος δ' [[ἱππόδρομος]] [[ἀμφίς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δρομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[αμμόδρομος]], [[ναυσίδρομος]] (<b>βλ.</b> και [[ιππόδρομος]])]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:25, 27 April 2022
English (LSJ)
ὁ,
A chariot road, λεῖος δ' ἱ. ἀμφίς Il.23.330.
2 race course for chariots, Pl.Criti.117c, D.47.53; at Olympia, Paus. 6.20.15; at Delphi, SIG636.24 (ii B.C.); at Andania, IG5(1).1390.31; at Rome, the circus, D.H.1.79; ὁ μέγας ἱππόδρομος = circus maximus, Id.5.36, Mon.Anc.Gr.10.8: comic metaph., ἱ. οὗτός ἐστί σου μαγειρικῆς Posidipp.26.23.
II ἱπποδρόμος, ὁ, light horseman, ἱ. ψιλοί Hdt. 7.158.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Rennbahn für das Pferderennen od. das Wettfahren; Il. 23, 330; Plat. Critia. 117 c; Sp., wie Pol. 7, 17, 2; – komisch τῆς μαγειρικῆς Posidip. bei Ath. IX, 377 b. – Vgl. Paus. 6, 20 über den olympischen Hippodromus.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόδρομος: ὁ, ὁδὸς δι’ ἅρματα, λεῖος δ’ ἱππ. ἀμφὶς Ἰλ. Ψ. 330. 2) τὸ μέρος ἔνθα ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἱππικοὶ καὶ ἁρματηλασίας, ἱπποδρόμιον, Λατ. curriculum, Πλάτ. Κριτίας 117C, Δημ. 1155. 9· - περὶ τοῦ Ὀλυμπιακοῦ ἱπποδρόμου ἴδε Παυσ. 6. 20, 10 κἑξ.· - κατὰ κωμικὴν μεταφ., ἱππόδρομος οὗτός ἐστί σοι μαγειρικῆς Ποσείδιππος ἐν «Χορευούσαις» 1. 23. ΙΙ. ἱπποδρόμος, ὁ, ἱπποδρόμοι ψιλοί, ἐλαφρὸν ἱππικόν, Ἡρόδ. 7. 158.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hippodrome, lieu pour les courses de chevaux ou de chars.
Étymologie: ἵππος, δραμεῖν.
English (Autenrieth)
course for chariots, Il. 23.330.
Greek Monotonic
ἱππόδρομος: ὁ,
1. δρόμος για άρματα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μέρος στο οποίο τελούνταν ιππικοί αγώνες ή αρματηλασίες, ιπποδρόμιο, Λατ. curriculum, σε Πλάτ. κ.λπ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱππόδρομος)
τόπος στον οποίο εκτελούνται ιππικοί αγώνες, αλλ. ιπποδρόμιο
αρχ.
δρόμος κατάλληλος για άρματα («λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. αμμόδρομος, ναυσίδρομος (βλ. και ιππόδρομος)].
Russian (Dvoretsky)
ἱππόδρομος: ὁ гипподром, ристалище (для верховой езды или колесниц) Hom., Plat., Dem., Polyb., Plut.
Middle Liddell
ἱππό-δρομος, ὁ,
1. a chariot-road, Il.
2. a race-course for chariots, Lat. curriculum, Plat., etc.
English (Woodhouse)
race-course, hippodrome, race course for chariots, race course, racecourse