τενθρηδών: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tenthridon | |Transliteration C=tenthridon | ||
|Beta Code=tenqrhdw/n | |Beta Code=tenqrhdw/n | ||
|Definition=όνος, ἡ, a kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wasp]] that makes its nest in the earth, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>629a31</span>, Dsc.5.109; cf. sq.</span> | |Definition=όνος, ἡ, a kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[wasp]] that makes its [[nest]] in the [[earth]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>629a31</span>, Dsc.5.109; cf. sq.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:09, 30 April 2022
English (LSJ)
όνος, ἡ, a kind of A wasp that makes its nest in the earth, Arist.HA629a31, Dsc.5.109; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 1091] όνος, ἡ, eine Bienen- od. Wespenart; Arist. H. A. 9, 43; Nic. Al. 199. Vgl. ἀνθρηδών u. πεμφρηδών.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
sorte d’abeille ou de guêpe, litt. « l’insecte suceur ».
Étymologie: τένθης -- DELG pas d’étym. claire.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, τυπικό της οικογένειας τενθρηδονίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. τενθρηδών σχηματισμένη πιθ. με αναδιπλασιασμό (< τερ-θρη-δών, με ανομοίωση του πρώτου -ρ- σε -ν-) και επίθημα -ηδών (πρβλ. πεμφρηδών) συνδέεται πιθ. με τη λ. θρήνος και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος θρώναξ
κηφήν και επίσης με τα αρχ. ιδν. dhranati «αντηχώ» και γερμ. Drohne «κηφήνας», drohnen «αντιλαλώ». Παράλληλα με τον τ. τενθρηδών μαρτυρείται και ο τ. τενθρήνη (πρβλ. ἀνθρήνη). Απίθανες, τέλος, φαίνονται οι συνδέσεις της λ. τόσο με τον τ. τένθης «λαίμαργος», όσο και με τον τ. τέρθρον «τέλος, τέρμα»].
Russian (Dvoretsky)
τενθρηδών: όνος ὁ земляная оса Arst.
Frisk Etymology German
τενθρηδών: -όνος
{tenthrēdṓn}
Grammar: f.
Meaning: Wespe, Waldbiene (Arist., Dsk.),
Derivative: -ήνη f. ib. (Nik.) mit -ήνιον n. ‘Nest der τ.’ (Arist.), -ην(ι)ώδης wabenähnlich, durchlöchert (Hp., Plu., Demokr. ap. Ael.; in der Überlieferung stark entstellt, z.T. zweifelhaft).
Etymology : S. ἀνθρηδών, ἀνθρήνη, auch πεμφρηδών, θρῆνος und τέρθρον.
Page 2,877