ἄδυτον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 19: Line 19:


The term abaton (Koinē Greek: [[ἄβατον]], [ábaton], '[[inaccessible]]') or avato (Greek: [[άβατο]], [ˈavato]) is used in the same sense in Greek Orthodox tradition, usually of the parts of monasteries accessible only to monks or only to male visitors.
The term abaton (Koinē Greek: [[ἄβατον]], [ábaton], '[[inaccessible]]') or avato (Greek: [[άβατο]], [ˈavato]) is used in the same sense in Greek Orthodox tradition, usually of the parts of monasteries accessible only to monks or only to male visitors.
==Wikipedia EL==
Το άδυτον ήταν ένας από τους εσωτερικούς χώρους των αρχαίων ναών.
Ήταν ένας ιδιαίτερος χώρος, τμήμα του κυρίως ναού, αλλά με ενδιάμεσο τοίχο, έτσι ώστε να μην είναι προσβάσιμος. Ορισμένοι μόνο ναοί είχαν άδυτο, ιδιαίτερα εκείνοι που φιλοξενούσαν μαντείο ή θεούς με ιαματικές ικανότητες είχαν το άγαλμα της θεότητας μέσα στο άδυτο κάνοντάς το με αυτό τον τρόπο πιο απομονωμένο από τους θνητούς. Στο άδυτο επιτρεπόταν η είσοδος μόνο στους ιερείς του ναού.
Χαρακτηριστικό είναι το άδυτο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου η Πυθία καθισμένη στον τρίποδα ανακοίνωνε τον χρησμό του Θεού, τον οποίο εν συνεχεία οι ιερείς μετέφεραν στον εκάστοτε πιστό που είχε ζητήσει την βοήθεια.
Ξέρουμε ότι το άδυτο ήταν χωρισμένο από τον σηκό, αφού έτσι το αναφέρει ο Μάρκος Ανναίος Λουκανός.
Στην Ελλάδα οι αρχαίοι ναοί είχαν άδυτο μόνο στην αρχαϊκή εποχή, ενώ στην Μεγάλη Ελλάδα συναντάμε άδυτο και σε ναούς της κλασικής εποχής, π.χ. στην Σελινούντα.

Revision as of 15:18, 3 May 2022

English (Autenrieth)

(δύνω, ‘not to be entered’): shrine, temple, ‘holy of holies.’

English (Slater)

ᾰδῠτον (v. l. ἄδυτος.)
   1 sacred place, sanctuary ὁ Χρυσοκόμας εὐώδεος ἐξ ἀδύτου εἶπε i. e. the temple of Delphic Apollo (O. 7.32) μαντευμάτων δὲ θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον[ (cf. Σ. (P. 11.5), πυκνῶς δὲ τίθησιν ὁ Πίνδαρος κατὰ τὸ ἀρσενικὸν τὸν ἄδυτον· [πῆ] supp. Wil.: [πες] Galiano: perhaps the oracle of Apollo Ptoios is meant.) Πα. . 3. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ (sc. μεγάλας Ματρός.) fr. 95. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἄδῠτον: τό заповедное (священное) место, святилище Hom., Pind., Her., Eur., Plut., Luc.; τὸ ἄδυτον τῆς βίβλου Plat. самая сокровенная часть книги.

Middle Liddell

ἄδυτος as Subst., the innermost sanctuary, Il., etc.

Wikipedia EN

The adyton (Ancient Greek: ἄδῠτον [ádyton], 'innermost sanctuary, shrine', lit. 'not to be entered') or adytum (Latin) was a restricted area within the cella of a Greek or Roman temple. The adyton was frequently a small area at the farthest end of the cella from the entrance: at Delphi it measured just 9 by 12 feet (2.7 by 3.7 m). The adyton often would house the cult image of the deity.

Adyta were spaces reserved for oracles, priestesses, priests, or acolytes, and not for the general public. Adyta were found frequently associated with temples of Apollo, as at Didyma, Bassae, Clarus, Delos, and Delphi, although they were also said to have been natural phenomena (see the story of Nyx). Those sites often had been dedicated to deities whose worship preceded that of Apollo and may go back to prehistoric eras, such as Delphi, but who were supplanted by the time of Classical Greek culture.

In modern usage, the term is sometimes extended to similar spaces in other cultural contexts, as in Egyptian temples or the Western mystery school, Builders of the Adytum.

The term abaton (Koinē Greek: ἄβατον, [ábaton], 'inaccessible') or avato (Greek: άβατο, [ˈavato]) is used in the same sense in Greek Orthodox tradition, usually of the parts of monasteries accessible only to monks or only to male visitors.

Wikipedia EL

Το άδυτον ήταν ένας από τους εσωτερικούς χώρους των αρχαίων ναών.

Ήταν ένας ιδιαίτερος χώρος, τμήμα του κυρίως ναού, αλλά με ενδιάμεσο τοίχο, έτσι ώστε να μην είναι προσβάσιμος. Ορισμένοι μόνο ναοί είχαν άδυτο, ιδιαίτερα εκείνοι που φιλοξενούσαν μαντείο ή θεούς με ιαματικές ικανότητες είχαν το άγαλμα της θεότητας μέσα στο άδυτο κάνοντάς το με αυτό τον τρόπο πιο απομονωμένο από τους θνητούς. Στο άδυτο επιτρεπόταν η είσοδος μόνο στους ιερείς του ναού.

Χαρακτηριστικό είναι το άδυτο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου η Πυθία καθισμένη στον τρίποδα ανακοίνωνε τον χρησμό του Θεού, τον οποίο εν συνεχεία οι ιερείς μετέφεραν στον εκάστοτε πιστό που είχε ζητήσει την βοήθεια.

Ξέρουμε ότι το άδυτο ήταν χωρισμένο από τον σηκό, αφού έτσι το αναφέρει ο Μάρκος Ανναίος Λουκανός.

Στην Ελλάδα οι αρχαίοι ναοί είχαν άδυτο μόνο στην αρχαϊκή εποχή, ενώ στην Μεγάλη Ελλάδα συναντάμε άδυτο και σε ναούς της κλασικής εποχής, π.χ. στην Σελινούντα.