ραχία: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ιων. τ. [[ῥηχίη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[θάλασσα]] που φουσκώνει και σπάει στην [[ακτή]] (α. «[[ῥηχίη]] δ' ἐν αὐτῷ καὶ [[ἄμπωτις]] ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῡ πάθεος [[γενέσθαι]]», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> ο [[συνεχής]] [[χτύπος]] τών κυμάτων στην [[ακτή]], ο [[ρόχθος]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με όχλο) [[θόρυβος]], [[πάταγος]], [[οχλοβοή]] (α. «ραχίαν ποιοῦν
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ιων. τ. [[ῥηχίη]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[θάλασσα]] που φουσκώνει και σπάει στην [[ακτή]] (α. «[[ῥηχίη]] δ' ἐν αὐτῷ καὶ [[ἄμπωτις]] ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην γίνεται», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῡ πάθεος [[γενέσθαι]]», Ηρόδ)<br /><b>2.</b> ο [[συνεχής]] [[χτύπος]] τών κυμάτων στην [[ακτή]], ο [[ρόχθος]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με όχλο) [[θόρυβος]], [[πάταγος]], [[οχλοβοή]] (α. «ραχίαν ποιοῦν
τος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην», Ποσειδ.)<br /><b>4.</b> απότομη, [[βραχώδης]] [[ακτή]], στην οποία σπάζουν τα κύματα<br />(α. «ῥαχίαι ἁλίστονοι», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ῥαχίαις ἀλιμένοις παραβαλών», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ακτή]], [[παραλία]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ῥαχίας λαλίστερος» — πιο [[φαφλατάς]] κι από φουσκωμένη [[θάλασσα]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]] <b>(Διογ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥαχία]] συνδέεται με το ρ. <i>ῥᾱσσω</i> / <i>ῥᾱττω</i> «[[χτυπώ]], [[προσκρούω]]» και έχει σχηματιστεί [[είτε]] απευθείας από το θ. του ρ. [[ῥάσσω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fράχ</i>-<i>jω</i>, <b>βλ. λ.</b> [[ράσσω]]) με κατάλ. -<i>ία</i> [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος <i>ῥᾶχος</i> «[[χτύπημα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οἰκ</i>-<i>ία</i>: [[οἶκος]], [[ἀντλία]]: [[ἄντλος]])].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α·1. [[ράχη]] βουνού ή λόφου<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] της ράχης, της ραχοκοκκαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ία</i>].
τος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην», Ποσειδ.)<br /><b>4.</b> απότομη, [[βραχώδης]] [[ακτή]], στην οποία σπάζουν τα κύματα<br />(α. «ῥαχίαι ἁλίστονοι», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ῥαχίαις ἀλιμένοις παραβαλών», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ακτή]], [[παραλία]]<br /><b>6.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «ῥαχίας λαλίστερος» — πιο [[φαφλατάς]] κι από φουσκωμένη [[θάλασσα]], [[πολυλογάς]], [[φλύαρος]] <b>(Διογ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ῥαχία]] συνδέεται με το ρ. <i>ῥᾱσσω</i> / <i>ῥᾱττω</i> «[[χτυπώ]], [[προσκρούω]]» και έχει σχηματιστεί [[είτε]] απευθείας από το θ. του ρ. [[ῥάσσω]] (πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Fράχ</i>-<i>jω</i>, <b>βλ. λ.</b> [[ράσσω]]) με κατάλ. -<i>ία</i> [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος <i>ῥᾶχος</i> «[[χτύπημα]]» (<b>πρβλ.</b> <i>οἰκ</i>-<i>ία</i>: [[οἶκος]], [[ἀντλία]]: [[ἄντλος]])].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α·1. [[ράχη]] βουνού ή λόφου<br /><b>2.</b> το [[κάτω]] [[μέρος]] της ράχης, της ραχοκοκκαλιάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάχις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ία</i>].
}}
}}

Revision as of 16:08, 8 May 2022

Greek Monolingual

(I)
και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α
1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ' ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ.
β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῦ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ)
2. ο συνεχής χτύπος τών κυμάτων στην ακτή, ο ρόχθος
3. (σχετικά με όχλο) θόρυβος, πάταγος, οχλοβοή (α. «ραχίαν ποιοῦν τος ἐν δήμῳ καὶ ψόφον», Πλούτ.
β. «ὄχλου τοιούτου ῥαχίαν ἠθροισμένην», Ποσειδ.)
4. απότομη, βραχώδης ακτή, στην οποία σπάζουν τα κύματα
(α. «ῥαχίαι ἁλίστονοι», Αισχύλ.
β. «ῥαχίαις ἀλιμένοις παραβαλών», Στράβ.)
5. ακτή, παραλία
6. παροιμ. φρ. «ῥαχίας λαλίστερος» — πιο φαφλατάς κι από φουσκωμένη θάλασσα, πολυλογάς, φλύαρος (Διογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥαχία συνδέεται με το ρ. ῥᾱσσω / ῥᾱττω «χτυπώ, προσκρούω» και έχει σχηματιστεί είτε απευθείας από το θ. του ρ. ῥάσσω (πιθ. < Fράχ-, βλ. λ. ράσσω) με κατάλ. -ία είτε μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος ῥᾶχος «χτύπημα» (πρβλ. οἰκ-ία: οἶκος, ἀντλία: ἄντλος)].
(II)
ἡ, Α·1. ράχη βουνού ή λόφου
2. το κάτω μέρος της ράχης, της ραχοκοκκαλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάχις + κατάλ. θηλ. -ία].