περίπλεκτος: Difference between revisions
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[περιπλέκω]]<br />(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα | |mltxt=-ον, Α [[περιπλέκω]]<br />(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα πᾶσαι ἐς ἕν [[μέλος]] ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», <b>Θεόκρ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:10, 8 May 2022
English (LSJ)
ον, A intertwining, crossing, of the feet of dancers, Theoc.18.8 (nisi leg. περίπλικτος).
German (Pape)
[Seite 587] umflochten, verschlungen, von den Füßen der Tanzenden, Theocr. 18, 8, v.l. περίπλικτος.
Greek (Liddell-Scott)
περίπλεκτος: -ον, ὁ περιπλεκόμενος, ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Θεόκρ. 18. 8 (διάφ. γραφ. περίπλικτος, ἴδε ἐν λέξ. περιπλίσσομαι).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entrelacé, enlacé.
Étymologie: περιπλέκω.
Greek Monolingual
-ον, Α περιπλέκω
(για τα πόδια χορευτών) αυτός που περιπλέκεται, που διασταυρώνεται με άλλους («ἄειδον δ' ἄρα πᾶσαι ἐς ἕν μέλος ἐγκροτέοισαι ποσὶ περιπλέκτοις», Θεόκρ.).
Greek Monotonic
περίπλεκτος: -ον, περιπλεκόμενος, διασταυρωμένος, λέγεται για τα πόδια των χορευτών, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
περίπλεκτος: v.l. περίπλικτος 2 и πὲρ εἱλικτός сплетенный, скрещенный (πόδες Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπλεκτος -ον [περιπλέκω] verstrengeld:. ποσσὶ περιπλέκτοις met hun voeten verweven (bij de dans) Theocr. Id. 18.8.
Middle Liddell
περίπλεκτος, ον,
intertwining, crossing, of the feet of dancers, Theocr. [from περιπλέκω