περικαής: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίει [[ολόκληρος]], ο [[πάρα]] πολύ [[θερμός]] («οἱ περικαέες [[πρός]] χεῑρα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περικαὴς [[θερμότης]]» — ανυπόφορη [[θερμότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περικαῶς</i> Α<br />([[ιδίως]] σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»<br /><b>μτφ.</b> καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από [[πάθος]] για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i>, αόρ. του [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> [[διακαής]].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίει [[ολόκληρος]], ο [[πάρα]] πολύ [[θερμός]] («οἱ περικαέες [[πρός]] χεῖρα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περικαὴς [[θερμότης]]» — ανυπόφορη [[θερμότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περικαῶς</i> Α<br />([[ιδίως]] σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»<br /><b>μτφ.</b> καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από [[πάθος]] για κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i>, αόρ. του [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> [[διακαής]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:06, 8 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰής Medium diacritics: περικαής Low diacritics: περικαής Capitals: ΠΕΡΙΚΑΗΣ
Transliteration A: perikaḗs Transliteration B: perikaēs Transliteration C: perikais Beta Code: perikah/s

English (LSJ)

ές, A exceedingly fiery, burning hot, π. πρὸς χεῖρα Hp.Coac. 154; πρὸς τὴν ἁφήν ib.223, cf. Aph.5.62, etc.; χωρίον J.BJ4.8.3; π. θερμότης Thphr.Ign.44. Adv. -καῶς, ἔχειν τινός to be hot with love for... Plu.Ages.11, Eun.Hist.p.274 D., cf. Id.VSp.501 B.

German (Pape)

[Seite 578] ές, ringsum angebrannt, Hippocr.; auch übertr., περικαῶς ἔχειν τινός, verliebt sein in Einen, Plut. Agesil. 11 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περικαής: -ές, καίων ὁλόγυρα ἐκ τῆς πολλῆς θερμότητος, περικαέες πρὸς χεῖρα Ἱππ. 143C, πρβλ. 155C· ἐπὶ πυρετῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφορ. 1255, κτλ.· ἐπὶ χώρας, περικαὲς τὸ χωρίον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 8, 3· π. θερμότης Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 44. ― Ἐπίρρ. περικαῶς, περικαῶς ἔχω τινός, καίομαι ὑπὸ σφοδροῦ ἔρωτος πρός τινα, Πλούτ. Ἀγησ. 11, Εὐναπ. Ἱστ. 116. 16.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 brûlé tout autour ou de tous côtés (pays);
2 p. ext. ardent, brûlant.
Étymologie: περικαίω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που καίει ολόκληρος, ο πάρα πολύ θερμός («οἱ περικαέες πρός χεῖρα», Ιπποκρ.)
2. φρ. «περικαὴς θερμότης» — ανυπόφορη θερμότητα.
επίρρ...
περικαῶς Α
(ιδίως σε φρ.) «περικαῶς ἔχω τινός»
μτφ. καίγομαι από σφοδρό έρωτα, από πάθος για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -καής (< θ. καη-, πρβλ. -κάη-ν, αόρ. του καίω), πρβλ. διακαής.

Greek Monotonic

περικαής: -ές (καίομαι), αυτός που καίγεται ολόγυρα· επίρρ. περικαῶς ἔχειν τινός, είμαι καυτός από αγάπη για..., σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικαής -ές [περικαίω] gloeiend, heet; adv. περικαῶς brandend, overdr.. περικαῶς ἔσχεν hij was hevig verliefd Plut. Ages. 11.10.

Middle Liddell

περι-καής, ές [καίομαι]
on fire all round: adv., περικαῶς ἔχειν τινός to be hot with love for…, Plut.