ποτιστάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "vv. ll." to "vv.ll.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ποτιστάζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distil]] met. [[οἷς]] ποτε πρώτοις ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ [[Χάρις]] εὐκλέα μορφάν (vv. ll. ποτιστάζει, -στάξει) (O. 6.76) πραὺν δ' [[Ἰάσων]] μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137)
|sltr=[[ποτιστάζω]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[distil]] met. [[οἷς]] ποτε πρώτοις ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ [[Χάρις]] εὐκλέα μορφάν ([[variae lectiones|vv.ll.]] ποτιστάζει, -στάξει) (O. 6.76) πραὺν δ' [[Ἰάσων]] μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:05, 23 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιστάζω Medium diacritics: ποτιστάζω Low diacritics: ποτιστάζω Capitals: ΠΟΤΙΣΤΑΖΩ
Transliteration A: potistázō Transliteration B: potistazō Transliteration C: potistazo Beta Code: potista/zw

English (LSJ)

Dor. for προσστάζω, Pi.O.6.76, P.4.137.

German (Pape)

[Seite 690] dor. statt προσστάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ποτιστάζω: Δωρ. ἀντὶ προσστάζω, Πινδ. Ο. 6. 126, Π. 4. 243.

French (Bailly abrégé)

faire tomber goutte à goutte, distiller.
Étymologie: ποτί, στάζω.

English (Slater)

ποτιστάζω
   1 distil met. οἷς ποτε πρώτοις ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (vv.ll. ποτιστάζει, -στάξει) (O. 6.76) πραὺν δ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + στάζω.

Greek Monotonic

ποτιστάζω: Δωρ. αντί προσ-στάζω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιστάζω: дор. Pind. = * προσστάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτι-στάζω Dor., over iets heen laten druppelen.