εὔηχος: Difference between revisions
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔηχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ηχεί καλά, [[μελωδικός]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔηχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ηχεί καλά, [[μελωδικός]] («αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ο [[εύφωνος]], ο [[καλλίφωνος]] («εὐφώνους φησὶ [[γίγνεσθαι]] τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», <b>Αθήν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εύηχα</i> (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα)<br /><b>1.</b> με εύηχο τρόπο, με ρυθμό αρμονικό<br /><b>2.</b> με δυνατή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιθέτως [[προς]] τα παλαιότερα [[σύνθετα]] σε -<i>ηχής</i> (<i>πολυ</i>-<i>ηχής</i>, <i>υψ</i>-<i>ηχής</i> <b>κ.λπ.</b>) που παράγονται από τον παλαιότερο τ. <i>ηχή</i>, τα νεώτερα [[σύνθετα]] σε -<i>ηχος</i> όπως το <i>εύ</i>-<i>ηχος</i> ([[πρβλ]]. και <i>άντ</i>-<i>ηχος</i>) παράγονται [[μάλλον]] από τον νεώτερο τ. [[ήχος]] (<i>ὁ</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 27 May 2022
English (LSJ)
ον, A = εὐηχής, euphonious, Phld.Po.994.24, v.l. in D.H. Comp.14, cf. Longin.24.2; melodious, of the voice, Ath.3.80d; εὔ. φωνητήρια ὄργανα Ph.1.511; ἀρτηρίαν εὔ. παρασκευάζειν Dsc.2.27; κύμβαλα LXX Ps.150.5: neut. pl. εὔηχα as Adv., κελαδεῖν Ps.-Luc.Philopatr.3: regul. Adv. -ήχως Thom.Mag.p.223 R.
German (Pape)
[Seite 1068] dasselbe, χελιδόνες εὔηχα κελαδοῦσιν Luc. Philopat. 3; dem εὔφωνος entsprechend, von schöner, klangreicher Stimme, Ath. III, 80 d u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔηχος: -ον, = εὐηχής, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Ἀθήν. 80D· οὐδ. πληθ. εὔηχα, ὡς Ἐπίρρ., Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. εὐηχής.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔηχος, -ον)
1. αυτός που ηχεί καλά, μελωδικός («αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ)
2. ο εύφωνος, ο καλλίφωνος («εὐφώνους φησὶ γίγνεσθαι τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», Αθήν.).
επίρρ...
εύηχα (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα)
1. με εύηχο τρόπο, με ρυθμό αρμονικό
2. με δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιθέτως προς τα παλαιότερα σύνθετα σε -ηχής (πολυ-ηχής, υψ-ηχής κ.λπ.) που παράγονται από τον παλαιότερο τ. ηχή, τα νεώτερα σύνθετα σε -ηχος όπως το εύ-ηχος (πρβλ. και άντ-ηχος) παράγονται μάλλον από τον νεώτερο τ. ήχος (ὁ)].