ἀτρεμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτρεμαῖος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀτρεμής]]· ἀτρ. βοά, [[ψιθυρισμός]], Εὐρ. Ὀρ. 147· οὐκ ἀτρεμαῖοι Ἱππ. 309. 9· ― ἀτρεμαιότης, ητος, ἡ, ὁ αὐτ. 28. 33.
|lstext='''ἀτρεμαῖος''': -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ἀτρεμής]]· ἀτρ. βοά, [[ψιθυρισμός]], Εὐρ. Ὀρ. 147· οὐκ ἀτρεμαῖοι Ἱππ. 309. 9· ― [[ἀτρεμαιότης]], ητος, ἡ, ὁ αὐτ. 28. 33.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον E.<i>Or</i>.147]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inmóvil]], [[tranquilo]] οἱ μὲν ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι ... οἱ δὲ ὑπὸ χολὴν ... οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.<i>Morb.Sacr</i>.15.2, ἀτρεμαίῳ καταστήματι ... πρὸς τὸν θάνατον ἀπῄει I.<i>AI</i> 15.236<br /><b class="num">•</b>fig. [[poco estimulante]], [[falto de interés]] τὸ γὰρ ... ἐξανιστὰν ἡμᾶς ἐπὶ πράξεις καὶ λόγους οὐ μικρὸν οὐδ' ἀτρεμαῖόν ἐστιν Plu.2.722f.<br /><b class="num">2</b> [[ligero]], [[suave]] ὡς ἀτρεμαῖα κέντρα καὶ σώφρονα πώλοις μεταφέρων ἰθύνει E.<i>Ph</i>.177, ἀτρεμαῖον ... φέρω βοάν E.l.c.<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. adv. [[en voz baja]] οὐκ [[ἀτρεμαῖα]] θρῆνον αἰάζετ', ὦ γέροντες; E.<i>HF</i> 1054.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀτρεμαίως]] = [[suavemente]] τὴν δ' ἀπήλλαξε μάλ' ἀ. ἡ τεκοῦσα τὸ χρῖμα Call.<i>Fr</i>.194.45.
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον E.<i>Or</i>.147]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inmóvil]], [[tranquilo]] οἱ μὲν ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι ... οἱ δὲ ὑπὸ χολὴν ... οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.<i>Morb.Sacr</i>.15.2, ἀτρεμαίῳ καταστήματι ... πρὸς τὸν θάνατον ἀπῄει I.<i>AI</i> 15.236<br /><b class="num">•</b>fig. [[poco estimulante]], [[falto de interés]] τὸ γὰρ ... ἐξανιστὰν ἡμᾶς ἐπὶ πράξεις καὶ λόγους οὐ μικρὸν οὐδ' ἀτρεμαῖόν ἐστιν Plu.2.722f.<br /><b class="num">2</b> [[ligero]], [[suave]] ὡς ἀτρεμαῖα κέντρα καὶ σώφρονα πώλοις μεταφέρων ἰθύνει E.<i>Ph</i>.177, ἀτρεμαῖον ... φέρω βοάν E.l.c.<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. adv. [[en voz baja]] οὐκ [[ἀτρεμαῖα]] θρῆνον αἰάζετ', ὦ γέροντες; E.<i>HF</i> 1054.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀτρεμαίως]] = [[suavemente]] τὴν δ' ἀπήλλαξε μάλ' ἀ. ἡ τεκοῦσα τὸ [[χρῖμα]] Call.<i>Fr</i>.194.45.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:27, 29 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμαῖος Medium diacritics: ἀτρεμαῖος Low diacritics: ατρεμαίος Capitals: ΑΤΡΕΜΑΙΟΣ
Transliteration A: atremaîos Transliteration B: atremaios Transliteration C: atremaios Beta Code: a)tremai=os

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Or.147 (lyr.)), = ἀτρεμής, βοά a whisper, l.c.: neut. pl.as Adv. ἀτρεμαῖα = in a whisper, in a low voice, Id.HF1053 (lyr.); regul. Adv. ἀτρεμαίως = tranquilly, Call.Iamb. 1.241; οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15, cf. J.AJ15.7.5.

German (Pape)

[Seite 388] α, ον, ruhig, leise, βοά Eur. Or. 147; Phoen. 182; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀτρεμής· ἀτρ. βοά, ψιθυρισμός, Εὐρ. Ὀρ. 147· οὐκ ἀτρεμαῖοι Ἱππ. 309. 9· ― ἀτρεμαιότης, ητος, ἡ, ὁ αὐτ. 28. 33.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui ne tremble pas, immobile, calme.
Étymologie: ἀ, τρέμω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον E.Or.147]
I 1inmóvil, tranquilo οἱ μὲν ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι ... οἱ δὲ ὑπὸ χολὴν ... οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15.2, ἀτρεμαίῳ καταστήματι ... πρὸς τὸν θάνατον ἀπῄει I.AI 15.236
fig. poco estimulante, falto de interés τὸ γὰρ ... ἐξανιστὰν ἡμᾶς ἐπὶ πράξεις καὶ λόγους οὐ μικρὸν οὐδ' ἀτρεμαῖόν ἐστιν Plu.2.722f.
2 ligero, suave ὡς ἀτρεμαῖα κέντρα καὶ σώφρονα πώλοις μεταφέρων ἰθύνει E.Ph.177, ἀτρεμαῖον ... φέρω βοάν E.l.c.
neutr. plu. adv. en voz baja οὐκ ἀτρεμαῖα θρῆνον αἰάζετ', ὦ γέροντες; E.HF 1054.
II adv. ἀτρεμαίως = suavemente τὴν δ' ἀπήλλαξε μάλ' ἀ. ἡ τεκοῦσα τὸ χρῖμα Call.Fr.194.45.

Greek Monolingual

ἀτρεμαῖος, -α, -ον (Α) ατρεμής
1. ατρεμής
2. (για φωνή) ψιθυριστός.

Greek Monotonic

ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἀτρεμής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτρεμαῖος: Eur., Plut. = ἀτρεμής.