κελύφανον: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=κελῡ́φᾰνον | ||
|Medium diacritics=κελύφανον | |Medium diacritics=κελύφανον | ||
|Low diacritics=κελύφανον | |Low diacritics=κελύφανον |
Revision as of 21:21, 7 June 2022
English (LSJ)
[ῡ], τό, = κέλυφος, Lyc.89, Luc.VH2.38 (dub.).
German (Pape)
[Seite 1416] τό, = κελύφη; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.
Greek (Liddell-Scott)
κελύφᾰνον: ῡ, τό, = κέλυφος, κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, ἔνθα ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «κελύφανον, ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81.
Greek Monolingual
κελύφανον, τὸ (Α)
το κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρανον, όργανον)].
Greek Monotonic
κελύφᾰνον: [ῡ], τό, κέλυφος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
κελύφᾰνον: (ῡ) τό Luc., v.l. = κέλυφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελύφανον -ου, τό [κέλυφος] dop:. κελύφανα καρύων notendoppen Luc. 14.38.
Middle Liddell
κελύ¯φᾰνον, ου, τό, = κέλυφος, Luc.]