επέκταση: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπέκτασις]]) [[επεκτείνω]]<br /><b>1.</b> [[περαιτέρω]] [[έκταση]], [[προέκταση]] («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)<br /><b>2.</b> [[επαύξηση]] λέξης με [[προσθήκη]] φωνηέντων («[[ἥλιος]] [[ἠέλιος]], [[οὗτος]] [[οὑτοσί]])<br /><b>3.</b> [[έκταση]] βραχύχρονου φωνήεντος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάπτυξη]] οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπέκταση φωτεινοῡ ειδώλου» — [[οπτική]] [[απάτη]] με εσφαλμένη [[εκτίμηση]] του εμβαδού τών επιφανειών όταν έχουν διαφορετικό φωτισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξήγηση]], [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[τέντωμα]] σχοινιού.
|mltxt=η (AM [[ἐπέκτασις]]) [[επεκτείνω]]<br /><b>1.</b> [[περαιτέρω]] [[έκταση]], [[προέκταση]] («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)<br /><b>2.</b> [[επαύξηση]] λέξης με [[προσθήκη]] φωνηέντων («[[ἥλιος]] [[ἠέλιος]], [[οὗτος]] [[οὑτοσί]])<br /><b>3.</b> [[έκταση]] βραχύχρονου φωνήεντος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάπτυξη]] οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπέκταση φωτεινοῦ ειδώλου» — [[οπτική]] [[απάτη]] με εσφαλμένη [[εκτίμηση]] του εμβαδού τών επιφανειών όταν έχουν διαφορετικό φωτισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξήγηση]], [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[τέντωμα]] σχοινιού.
}}
}}

Latest revision as of 19:53, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (AM ἐπέκτασις) επεκτείνω
1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)
2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί)
3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος
νεοελλ.
1. ανάπτυξη οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες
2. φρ. «ἐπέκταση φωτεινοῦ ειδώλου» — οπτική απάτη με εσφαλμένη εκτίμηση του εμβαδού τών επιφανειών όταν έχουν διαφορετικό φωτισμό
αρχ.
1. εξήγηση, ανάπτυξη
2. τέντωμα σχοινιού.