θρους: Difference between revisions
From LSJ
Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
(17) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ | |mltxt=ο (ΑΜ θροῦς, Α και [[θρόος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χαμηλός]] [[αλλά]] [[συνεχής]] [[θόρυβος]], το [[θρόισμα]], το [[ψιθύρισμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θόρυβος]], [[κραυγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για δυσαρεστημένο [[πλήθος]]) [[μουρμούρισμα]]<br /><b>2.</b> [[φήμη]], [[διάδοση]]<br /><b>3.</b> ο [[μουσικός]] [[ήχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρέομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άθρους</i>, [[αλλόθρους]], <i>αντίθρους</i>, <i>βαρύθρους</i>, [[δημόθρους]], <i>διδυμόθρους</i>, <i>δίθρους</i>, [[δύσθρους]], <i>ετερόθρους</i>, [[εύθρους]], [[ηδύθρους]], [[ιερόθρους]], [[ισόθρους]], [[κακόθρους]], [[λιγύθρους]], [[λιπόθρους]], <i>μελίθρους</i>, <i>μιξόθρους</i>, [[οιωνόθρους]], [[πάνθρους]], <i>ποικιλόθρους</i>, [[πολύθρους]], [[σύνθρους]], [[ταυρόθρους]], <i>τηλύθρους</i>, [[χαλκόθρους]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:00, 13 June 2022
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θροῦς, Α και θρόος)
νεοελλ.
χαμηλός αλλά συνεχής θόρυβος, το θρόισμα, το ψιθύρισμα
μσν.-αρχ.
θόρυβος, κραυγή
αρχ.
1. (για δυσαρεστημένο πλήθος) μουρμούρισμα
2. φήμη, διάδοση
3. ο μουσικός ήχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρέομαι.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. άθρους, αλλόθρους, αντίθρους, βαρύθρους, δημόθρους, διδυμόθρους, δίθρους, δύσθρους, ετερόθρους, εύθρους, ηδύθρους, ιερόθρους, ισόθρους, κακόθρους, λιγύθρους, λιπόθρους, μελίθρους, μιξόθρους, οιωνόθρους, πάνθρους, ποικιλόθρους, πολύθρους, σύνθρους, ταυρόθρους, τηλύθρους, χαλκόθρους].