εὐσθενής: Difference between revisions
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐσθενής]], -ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σθένος]], ο [[δυνατός]], ο [[ρωμαλέος]]<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[σταθερός]] («εὐσθενεστάτῃ πίστει | |mltxt=[[εὐσθενής]], -ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σθένος]], ο [[δυνατός]], ο [[ρωμαλέος]]<br /><b>2.</b> [[στερεός]], [[σταθερός]] («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῦ»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσθενῶς</i> (ΑΜ)<br />με [[σθένος]], με [[δύναμη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐσθενῶς ἔχω» — έχω το [[σθένος]], έχω τη [[δύναμη]] να...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[σθενής]] (<span style="color: red;"><</span> [[σθένος]]), [[πρβλ]]. [[ασθενής]], [[πολυσθενής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:00, 13 June 2022
English (LSJ)
Ep. ἐϋσθ-, ές, (σθένος) A stout, εἶδος Il.Pers.6, cf. Ph.Bel.56.31, Q.S.14.633; strong, firm, σίδηρος APl.4.323 (Mesom.): irreg. Sup. -ώτατος Ps.-Luc. Philopatr.28. Adv. -νῶς Gal.17(2).185, f.l. in Ph.1.264.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσθενής: Ἐπικ. ἐϋσθενής, ές, (σθένος) ἰσχυρός, σθεναρός, ῥωμαλέος, Κόϊντ. Σμ. 14. 633· ἰσχυρός, σίδηρος Ἀνθ. Πλαν. 4. 325: ― Συγκρ. -έστερος Θεόφραστ. περὶ Πυρὸς 64· ἀλλ’ ἀνώμαλ. Ὑπερθ. -ώτατος Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 28. ― Ἐπίρρ. -νῶς, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. μέρ. 1, σ. 121Ε· Ὑπερθ. εὐσθενέστατα αὐτόθι σ. 62Α.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fort, robuste, vigoureux;
Sp. irrég. εὐσθενώτατος.
Étymologie: εὖ, σθένος.
Greek Monolingual
εὐσθενής, -ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, -ές)
1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος
2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῦ»).
επίρρ...
εὐσθενῶς (ΑΜ)
με σθένος, με δύναμη
μσν.
φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» — έχω το σθένος, έχω τη δύναμη να...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σθενής (< σθένος), πρβλ. ασθενής, πολυσθενής].
Greek Monotonic
εὐσθενής: Επικ. -ἐϋ-σθ-, -ές (σθένος), ισχυρός, σθεναρός, ρωμαλέος, σε Ανθ.