ευτέλεια: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(15)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτέλεια]], Α και ιων. τ. εὐτελίη) [[ευτελής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] φθηνό, η [[φθήνια]], η χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[χυδαιότητα]], [[προστυχιά]], [[ποταπότητα]], [[μικροπρέπεια]], [[μικρότητα]] («[[ευτέλεια]] συμπεριφοράς, χαρακτήρα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[καταφρόνηση]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. [[έννοια]]) [[οικονομία]], [[λιτότητα]], [[απλότητα]] («φιλοκαλοῡμεν μετ' εὐτελείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς εὐτέλειαν» <br />α) φθηνά, άσχημα, [[κακώς]]<br />β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή [[τιμή]], της φθήνιας, το φθηνό.
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐτέλεια]], Α και ιων. τ. εὐτελίη) [[ευτελής]]<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] φθηνό, η [[φθήνια]], η χαμηλή [[τιμή]]<br /><b>2.</b> [[χυδαιότητα]], [[προστυχιά]], [[ποταπότητα]], [[μικροπρέπεια]], [[μικρότητα]] («[[ευτέλεια]] συμπεριφοράς, χαρακτήρα» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[περιφρόνηση]], [[καταφρόνηση]]<br /><b>2.</b> (με καλή σημ.) [[ταπεινότητα]], [[μετριοφροσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. [[έννοια]]) [[οικονομία]], [[λιτότητα]], [[απλότητα]] («φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εἰς εὐτέλειαν» <br />α) φθηνά, άσχημα, [[κακώς]]<br />β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή [[τιμή]], της φθήνιας, το φθηνό.
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) ευτελής
1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή
2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότηταευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.)
μσν.
1. περιφρόνηση, καταφρόνηση
2. (με καλή σημ.) ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
αρχ.
1. (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. έννοια) οικονομία, λιτότητα, απλότητα («φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας», Θουκ.)
2. φρ. «εἰς εὐτέλειαν»
α) φθηνά, άσχημα, κακώς
β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή τιμή, της φθήνιας, το φθηνό.