κονιορτόπους: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονίπους]], -οδος, ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> οἱ [[κονίποδες]]<br />α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα [[σκόνη]] («ἐκαλοῦν το δὲ [[κονίποδες]] ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) σανδάλια με [[στενά]] πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο [[μέρος]] τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο [[μέρος]] ήταν εκτεθειμένο στη [[σκόνη]] («οἱ δὲ [[κονίποδες]], [[λεπτὸν]] [[ὑπόδημα]] πρεσβυτικόν<br />τὸ δὲ [[κάττυμα]] κοῡφον, ὡς [[ἐγγὺς]] [[εἶναι]] τῆς κόνεως τὸν [[πόδα]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεφαντό</i>-[[πους]], <i>λεοντό</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[κονίπους]], -οδος, ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> οἱ [[κονίποδες]]<br />α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα [[σκόνη]] («ἐκαλοῦν το δὲ [[κονίποδες]] ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) σανδάλια με [[στενά]] πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο [[μέρος]] τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο [[μέρος]] ήταν εκτεθειμένο στη [[σκόνη]] («οἱ δὲ [[κονίποδες]], [[λεπτὸν]] [[ὑπόδημα]] πρεσβυτικόν<br />τὸ δὲ [[κάττυμα]] κοῦφον, ὡς [[ἐγγὺς]] [[εἶναι]] τῆς κόνεως τὸν [[πόδα]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. [[ελεφαντόπους]], [[λεοντόπους]]].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 1481] ποδος, s. das Vorige.

Greek Monolingual

κονίπους, -οδος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες
α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῦν το δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.)
β) σανδάλια με στενά πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο μέρος τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος ήταν εκτεθειμένο στη σκόνη («οἱ δὲ κονίποδες, λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν
τὸ δὲ κάττυμα κοῦφον, ὡς ἐγγὺς εἶναι τῆς κόνεως τὸν πόδα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -πους (< πους), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].