συνοψίζω: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[σύνοψις]]<br />[[εκθέτω]] συνοπτικά, [[συγκεφαλαιώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνοψίζομαι</i><br />α) [[συναντώ]] κάποιον<br />β) [[παρουσιάζομαι]] σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον σε κάποιον άλλον<br /><b>2.</b> [[εκτιμώ]] («τὸ [[χῶμα]] ὑπὸ | |mltxt=ΝΜΑ [[σύνοψις]]<br />[[εκθέτω]] συνοπτικά, [[συγκεφαλαιώνω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>συνοψίζομαι</i><br />α) [[συναντώ]] κάποιον<br />β) [[παρουσιάζομαι]] σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]] κάποιον σε κάποιον άλλον<br /><b>2.</b> [[εκτιμώ]] («τὸ [[χῶμα]] ὑπὸ τοῦ... γεωμέτρου συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων υ'», πάπ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:25, 13 June 2022
English (LSJ)
A bring into a general view, sum up, Herm.in Phdr. p.156A., Simp.in Ph.918.13. 2 estimate, PFay.26.13 (ii A.D.):— Pass., to be estimated, πρὸς τὰ ἐγνωσμένα PTeb.82.2 (ii B.C.), cf. Stud.Pal.4p.70 (i A.D.); [τὸ χῶμα] συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων ύ POxy.1469.7 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοψίζω: φέρω ἐνώπιόν τινος, παρουσιάζω, Μετὰ Θεοφάν. 694, 12., 692, 20. ― Μέσ. συνοψίζομαι, εἰς ὄψιν ἔρχομαι, παρουσιάζομαι, Θεοφ. 509, Στουδ. 1069C· ― συνοψίσαι ὑπὸ μίαν σύνοψιν ἀγαγεῖν, Δίδυμ. Ἀλ. 781C· ἐκθέτω συνοπτικῶς, περιληπτικῶς, συγκεφαλαιῶ, ὅταν τὰ κεφάλαια... τῆς ὑποθέσεως συνοψίσας θεωρήσῃ Ρήτορες (Walz) τ. 6, σελ. 29· ― ἐντεῦθεν συνόψισις καὶ συνοψισμός, Θεόδ. Στουδ. 482C, 339C.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σύνοψις
εκθέτω συνοπτικά, συγκεφαλαιώνω
μσν.
μέσ. συνοψίζομαι
α) συναντώ κάποιον
β) παρουσιάζομαι σε κάποιον («ᾐτήσατο τῷ τῶν Χαζαρῶν Χαγάνῳ συνοψισθῆναι», Θεοφάν.)
αρχ.
1. παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον
2. εκτιμώ («τὸ χῶμα ὑπὸ τοῦ... γεωμέτρου συνωψίσθη δεῖσθαι ναυβίων υ'», πάπ.).