τερέτισμα: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ [[τερετίζω]]<br /><b>1.</b> (για [[χελιδόνι]], [[αηδόνι]] και [[τζιτζίκι]]) [[κελάηδημα]], [[ιδίως]] τρεμουλιαστό<br /><b>2.</b> [[απομίμηση]] της φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />σιγανό [[τραγούδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) <b>στον πληθ.</b> <i>τερετίσματα</i><br />«τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» <br />β) «ᾠδὴ ἀπατηλή»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήχος]] («τὸ πόημα οὐχ ὡς [[τερέτισμα]] καὶ | |mltxt=το, ΝΑ [[τερετίζω]]<br /><b>1.</b> (για [[χελιδόνι]], [[αηδόνι]] και [[τζιτζίκι]]) [[κελάηδημα]], [[ιδίως]] τρεμουλιαστό<br /><b>2.</b> [[απομίμηση]] της φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />σιγανό [[τραγούδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) <b>στον πληθ.</b> <i>τερετίσματα</i><br />«τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» <br />β) «ᾠδὴ ἀπατηλή»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήχος]] («τὸ πόημα οὐχ ὡς [[τερέτισμα]] καὶ κροῦμα νοοῦμεν», Φιλόδ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:30, 13 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A a humming, twanging, φορμίγγων Diog. ap. D.L.6.104 (alluding to E.Fr.200), Luc.Nigr.15, AP7.612, cf. 11.352 (both Agath.); chirruping of cicadas, Hsch. II metaph., a mere sound or twittering, τερετίσματα τὰ εἴδη (the Platonic ideas) Arist.APo.83a33; τὰ συνήθη ταῦτα τ. the ordinary prattle, Procop.Gaz.Ep.33; τὸ πόημα οὐχ ὡς τ. καὶ κροῦμα νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.
German (Pape)
[Seite 1093] τό, = Folgdm; Luc. Nigr. 15; ἀντίτυπον, Agath. 68 (XI, 352); φορμίγγων, 91 (VII, 612).
Greek (Liddell-Scott)
τερέτισμα: τό, ἀπομίμησις τῆς φωνῆς χελιδόνος ἢ τέττιγος διὰ τῆς φόρμιγγος ἢ διὰ τοῦ στόματος, ᾆσμα, ᾠδή, Ἀνθολ. Π. 7. 612., 11. 352, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 15. ΙΙ. μεταφορ., μόνον ἦχος καὶ οὐδὲν πλέον, τερετίσματα τὰ εἴδη (αἱ τοῦ Πλάτωνος ἰδέαι) Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 22, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τερετίσματα· ὠδαὶ ἀπατηλαί, τὰ τῆς κιθάρας κρούματα, καὶ τὰ τῶν τεττίγων ᾄσματα».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
accords d’un chant fredonné.
Étymologie: τερετίζω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ τερετίζω
1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό
2. απομίμηση της φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού
νεοελλ.
σιγανό τραγούδι
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα
«τὰ τῆς κιθάρας κρούματα»
β) «ᾠδὴ ἀπατηλή»
2. μτφ. ήχος («τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κροῦμα νοοῦμεν», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
τερέτισμα: -ατος, τό, σφύριγμα, τιτίβισμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τερέτισμα: ατος τό
1) досл. щебетание, перен. бренчание, бряцание (κρούματά τε καὶ τερετίσματα Luc.; φορμίγγων τερετίσματα Anth.);
2) пустой звук, слово без смысла Arst.
Middle Liddell
τερέτισμα, ατος, τό, [from τερετίζω
a whistling, trilling, Anth.