ἀρραγής: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀρραγής]] [-οῡς], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[ακλόνητος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> ο πολύ [[στερεός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ρωγμές<br /><b>2.</b> (για το [[μάτι]]) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ερράγην</i>, β' παθ. αόρ. του ρ. [[ρήγνυμι]]].
|mltxt=-ές (AM [[ἀρραγής]] [-οῦς], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[ακλόνητος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> ο πολύ [[στερεός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ρωγμές<br /><b>2.</b> (για το [[μάτι]]) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ερράγην</i>, β' παθ. αόρ. του ρ. [[ρήγνυμι]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρρᾰγής:''' неломкий, небьющийся ([[σίδηρος]] Plut.): τὸ ἀρραγές Arst. прочность.
|elrutext='''ἀρρᾰγής:''' неломкий, небьющийся ([[σίδηρος]] Plut.): τὸ ἀρραγές Arst. прочность.
}}
}}

Revision as of 20:35, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρᾰγής Medium diacritics: ἀρραγής Low diacritics: αρραγής Capitals: ΑΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: arragḗs Transliteration B: arragēs Transliteration C: arragis Beta Code: a)rragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι) A unbroken, ὀστέον Hp.VC12; βάσεις, ἁρμοί, IG7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.Tact.13.3; φάλαγξ Arr.Tact. 12.4; σίδηρος Plu.Demetr.21; τὸ ἀ. unbroken surface, Arist.Pr.899b20. 2 that cannot be rent or broken, ξύλα Thphr.HP5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); νοῦς Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία Anatolian Studies p.39 (Sardes, v A. D.), cf. PLond. 1731.34. II ἀ. ὄμμα an eye not bursting into tears, S.Fr.736.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, ὀστέον Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· σίδηρος Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα ἐπιφάνεια Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, διότι δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· τεῖχος Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς ὄμμα, ὅπερ δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου δάκρυον» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non brisé.
Étymologie: ἀ, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἀρρᾰγής) -ές
I 1no roto de concr. y abstr. ὀστέα Hp.VC 12, βάσεις IG 7.3073.103, ἁρμοί IG 7.3073.117 (Lebadea II a.C.), τάξις Ael.Tact.13.3, φάλαγξ Arr.Tact.12.4, σίδηρος Plu.Demetr.21, κόρυθες AP 9.323 (Antip.Sid.), ἕρκεα Nonn.D.22.174, κνημῖδες Nonn.D.30.29, cf. Hsch.
subst. τὸ ἀρραγές superficie no rota Arist.Pr.899b20
fig. ἀρραγὲς ὄμμα ojo que no ha comenzado a llorar S.Fr.736.
2 irrompible de concr. ξύλα Thphr.HP 5.5.6, τείχεα D.P.1006
de abstr. inquebrantable παιδείας πόνος Ph.1.471, νοῦς Max.Tyr.41.2, ὁμολογία Sardis 18.50 (V d.C.), Stud.Pal.20.227.5 (VI/VII d.C.) διάλυσις SB 7033.73 (V d.C.).
II adv. -ῶς sin rotura S.Fr.1024a.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀρραγής [-οῦς], -ές)
1. ο ακλόνητος, ο σταθερός
2. ο πολύ στερεός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ρωγμές
2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραγής < ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].

Russian (Dvoretsky)

ἀρρᾰγής: неломкий, небьющийся (σίδηρος Plut.): τὸ ἀρραγές Arst. прочность.