ἐξάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξάγγελτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, [[έκδηλος]] («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον [[γενέσθαι]]», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=[[ἐξάγγελτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, [[έκδηλος]] («τοῦ μὴ ἐξάγγελτον [[γενέσθαι]]», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:40, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάγγελτος Medium diacritics: ἐξάγγελτος Low diacritics: εξάγγελτος Capitals: ΕΞΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: exángeltos Transliteration B: exangeltos Transliteration C: eksaggeltos Beta Code: e)ca/ggeltos

English (LSJ)

ον, A told of, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Th.8.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάγγελτος: -ον, ἔκδηλος, τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι Θουκ. 8. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
annoncé, publié.
Étymologie: ἐξαγγέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. descubierto ὅσοις τε ἐπιτύχοιεν ξυνελάμβανον τοῦ μὴ ἐξάγγελτοι γενέσθαι apresaban a los que encontraban, para no ser descubiertos Th.8.14, cf. I.AI 18.318.
2 de cosas comunicado, notificado, revelado τάδε ... ἐξάγγελτα βασιλεῖ ἦν I.AI 17.44.

Greek Monolingual

ἐξάγγελτος, -ον (Α)
αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, έκδηλος («τοῦ μὴ ἐξάγγελτον γενέσθαι», Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐξάγγελτος: -ον, ανακοινωμένος, αυτός που έχει αποκαλυφθεί, φανερός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάγγελτος: сообщенный: ἐ. γενέσθαι Thuc. быть узнанным.

Middle Liddell

ἐξάγγελτος, ον [from ἐξάγγελος adj
told of, denounced, Thuc.