ὑπέκ: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "with gen." to "with genitive") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και, [[πριν]] από [[φωνήεν]], [[ὑπέξ]] Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>πρόθ.</b> (με γεν.)<br /><b>1.</b> από [[κάτω]] («σκώληκες ὑπὲκ | |mltxt=και, [[πριν]] από [[φωνήεν]], [[ὑπέξ]] Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>πρόθ.</b> (με γεν.)<br /><b>1.</b> από [[κάτω]] («σκώληκες ὑπὲκ σοροῦ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.)<br /><b>2.</b> [[προς]] τα έξω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπό</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκ</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:45, 13 June 2022
English (LSJ)
before a vowel ὑπέξ, (ὑπό, ἐκ) poet. Prep. with genitive, A out from under, from beneath, away from, ὑπὲκ κακοῦ, θανάτοιο, etc., Il. 13.89, 15.628, al.; ὑπὲξ ἁλός A.R.4.933, cf. Q.S.4.402.
German (Pape)
[Seite 1185] und vor Vocalen ὑπέξ, c. gen., darunter heraus, unten hervor; ἵππους λύσασθ' ὑπὲξ ὀχέων Il. 8, 504; φεύγεσκεν ὑπὲκ Τρώων ὀρυμαγδοῦ 17, 461; νεκρὸν ὑπὲκ Τρώων ἔρυσεν 5;81; ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ Od. 12, 107, u. oft, wie sp. D., μή τις ὑπὲκ κακότητος ἀλύξῃ Ap. Rh. 3, 608, u. sonst. Von Wolf gew. getrennt geschrieben, vgl. Spitzner exc. XVIII, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέκ: πρὸ φωνήεντος ὑπὲξ (ὑπό, ἐκ) ποιητ. πρόθ. μετὰ γεν., ὑποκάτωθεν, κάτωθεν ἔξω, μακρὰν ἀπό τινος, ὑπὲκ κακοῦ, θανάτοιο Ἰλ. Ν. 89, Π. 628, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
dev. une voy. ὑπέξ;
prép.
de dessous, du fond de, gén..
Étymologie: ὑπό, ἐκ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
και, πριν από φωνήεν, ὑπέξ Α
(ποιητ. τ.) πρόθ. (με γεν.)
1. από κάτω («σκώληκες ὑπὲκ σοροῦ αὐγάζονται», Λεωνίδ. Ταρ.)
2. προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπό + ἐκ].
Greek Monotonic
ὑπέκ: πριν από φωνήεν ὑπ-έξ (ὑπό, ἐκ), ποιητ. πρόθ. με γεν., έξω κι από κάτω, από κάτω, μακριά από, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέκ: и ὑπ᾽ ἐκ, перед гласн. ὑπέξ praep. cum gen. из-под, от: ἵππους λύσαθ᾽ ὑπὲξ ὀχέων Hom. отвяжите от колесниц, т. е. распрягите коней; ἐρύειν τι ὑπέκ τινος μετά τινα Hom. тащить что-л. от кого-л. к кому-л.
Middle Liddell
[ὑπό, ἐκ]
poet. prep. with genitive out from under, from beneath, away from, Il.