οἰοβουκόλος: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰοβουκόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Αργό που είχε την [[εντολή]] να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή [[αγελάδα]] ( | |mltxt=[[οἰοβουκόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Αργό που είχε την [[εντολή]] να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή [[αγελάδα]] («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[βουκόλος]] «[[βοσκός]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰοβουκόλος:''' пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ ([[Ἄργος]] Aesch.). | |elrutext='''οἰοβουκόλος:''' пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ ([[Ἄργος]] Aesch.). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 18 June 2022
English (LSJ)
ον, A herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.
Greek (Liddell-Scott)
οἰοβουκόλος: -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως βουκόλος, δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait paître les brebis ou aux pâtres solitaires.
Étymologie: οἶς, βουκόλος ou οἶος, βουκόλος.
Greek Monolingual
οἰοβουκόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»].
Russian (Dvoretsky)
οἰοβουκόλος: пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ (Ἄργος Aesch.).