δισχίλιοι: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-αι, -α<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δισχίλοι <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.1353.6 (V a.C.), lesb. δισχέλιοι Alc.69.2, ciren. δισχήλιοι <i>SEG</i> 9.2.22 (Cirene IV a.C.), jón., beoc. y tard. [[δισχείλιοι]] <i>Schwyzer</i> 688C.18 (Quíos V a.C.), <i>IG</i> 7.3172a.168 (Orcómeno III a.C.), <i>ISmyrna</i> 236b.14 (I d.C.), <i>IEphesos</i> 2211B.4 (imper.), <i>IAphrodisias</i> 3.51.7 (II d.C.)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [sg. -ος, -α, -ον LXX 1<i>Ma</i>.9.4, <i>Is</i>.36.8, fem. -η Hdt.7.158; eol. plu. ac. δισχελίοις Alc.l.c.]<br />[[dos mil]] δισχελίοις στά[τηρας] ἄμμ' ἔδωκαν Alc.l.c., cf. Paus.10.38.13, ἔτεα ... τριηκόσια καὶ δισχίλια Hdt.2.44, τάλαντα Ar.<i>V</i>.660, Th.2.70, Isoc.15.113, I.<i>AI</i> 14.105, Plu.<i>Alex</i>.42, cf. Ar.<i>Fr</i>.102, Lys.19.59, <i>IAphrodisias</i> l.c., ἀνδράποδα <i>IG</i> l.c., στάδια Pl.<i>Criti</i>.118a, οἴνου κεράμια X.<i>An</i>.6.2.3, ἀνδριάντες Plb.5.9.3, ἱππεῖς Plb.2.24.4, νῆες D.S.3.44, (χοῖροι) <i>Eu.Marc</i>.5.13, χόρτου δέσμαι <i>POxy</i>.3646.11 (III/IV d.C.), (ἄνθρωποι) <i>A.Andr.Gr</i>.60<br /><b class="num">•</b>αἱ δ. (<i>sc</i>. δραχμαί) [[las dos mil dracmas]] ἔστ' ἂν ἀποτίσω τὰς δισχιλίας Ach.Tat.5.17.5<br /><b class="num">•</b>tb. c. sg. colect. [[dos mil]] δ. ἵππος Hdt.l.c., LXX ll.cc. | |dgtxt=-αι, -α<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δισχίλοι <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.1353.6 (V a.C.), lesb. δισχέλιοι Alc.69.2, ciren. δισχήλιοι <i>SEG</i> 9.2.22 (Cirene IV a.C.), jón., beoc. y tard. [[δισχείλιοι]] <i>Schwyzer</i> 688C.18 (Quíos V a.C.), <i>IG</i> 7.3172a.168 (Orcómeno III a.C.), <i>ISmyrna</i> 236b.14 (I d.C.), <i>IEphesos</i> 2211B.4 (imper.), <i>IAphrodisias</i> 3.51.7 (II d.C.)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [sg. -ος, -α, -ον [[LXX]] 1<i>Ma</i>.9.4, <i>Is</i>.36.8, fem. -η Hdt.7.158; eol. plu. ac. δισχελίοις Alc.l.c.]<br />[[dos mil]] δισχελίοις στά[τηρας] ἄμμ' ἔδωκαν Alc.l.c., cf. Paus.10.38.13, ἔτεα ... τριηκόσια καὶ δισχίλια Hdt.2.44, τάλαντα Ar.<i>V</i>.660, Th.2.70, Isoc.15.113, I.<i>AI</i> 14.105, Plu.<i>Alex</i>.42, cf. Ar.<i>Fr</i>.102, Lys.19.59, <i>IAphrodisias</i> l.c., ἀνδράποδα <i>IG</i> l.c., στάδια Pl.<i>Criti</i>.118a, οἴνου κεράμια X.<i>An</i>.6.2.3, ἀνδριάντες Plb.5.9.3, ἱππεῖς Plb.2.24.4, νῆες D.S.3.44, (χοῖροι) <i>Eu.Marc</i>.5.13, χόρτου δέσμαι <i>POxy</i>.3646.11 (III/IV d.C.), (ἄνθρωποι) <i>A.Andr.Gr</i>.60<br /><b class="num">•</b>αἱ δ. (<i>sc</i>. δραχμαί) [[las dos mil dracmas]] ἔστ' ἂν ἀποτίσω τὰς δισχιλίας Ach.Tat.5.17.5<br /><b class="num">•</b>tb. c. sg. colect. [[dos mil]] δ. ἵππος Hdt.l.c., [[LXX]] ll.cc. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 15:40, 20 June 2022
English (LSJ)
[χῑ], αι, α, Aeol. δισχέλιοι Alc.Supp.22.2:—A two thousand, Hdt.2.44, Ar.V.660, Pl.Criti,118a, etc.: poet. dat. pl., δισχίλοις ἀνδραπόδοισιν IG12.1085: sg., δισχίλιος, α, ον, with collective Nouns, e. g. ἵππος Hdt.7.158.
German (Pape)
[Seite 644] αι, α, zweitausend; Plat. Critia. 118 a; bei Collectivis auch im sing, z. B. δισχιλίη ἵππος, Her. 7, 158.
Greek (Liddell-Scott)
δισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, δύο χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 44, κτλ.· ποιητ. δισχίλοις ἀνδραπόδεσσιν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 26. 7· -ἑνικ. δισχίλιος, α, ον, μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, π.χ. ἵππος Ἡρόδ. 7. 158.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
deux mille ; au sg. δισχιλίη (ion.) ἵππος HDT troupe de 2 000 cavaliers.
Étymologie: δίς, χίλιοι.
Spanish (DGE)
-αι, -α
• Alolema(s): δισχίλοι IG 13.1353.6 (V a.C.), lesb. δισχέλιοι Alc.69.2, ciren. δισχήλιοι SEG 9.2.22 (Cirene IV a.C.), jón., beoc. y tard. δισχείλιοι Schwyzer 688C.18 (Quíos V a.C.), IG 7.3172a.168 (Orcómeno III a.C.), ISmyrna 236b.14 (I d.C.), IEphesos 2211B.4 (imper.), IAphrodisias 3.51.7 (II d.C.)
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [sg. -ος, -α, -ον LXX 1Ma.9.4, Is.36.8, fem. -η Hdt.7.158; eol. plu. ac. δισχελίοις Alc.l.c.]
dos mil δισχελίοις στά[τηρας] ἄμμ' ἔδωκαν Alc.l.c., cf. Paus.10.38.13, ἔτεα ... τριηκόσια καὶ δισχίλια Hdt.2.44, τάλαντα Ar.V.660, Th.2.70, Isoc.15.113, I.AI 14.105, Plu.Alex.42, cf. Ar.Fr.102, Lys.19.59, IAphrodisias l.c., ἀνδράποδα IG l.c., στάδια Pl.Criti.118a, οἴνου κεράμια X.An.6.2.3, ἀνδριάντες Plb.5.9.3, ἱππεῖς Plb.2.24.4, νῆες D.S.3.44, (χοῖροι) Eu.Marc.5.13, χόρτου δέσμαι POxy.3646.11 (III/IV d.C.), (ἄνθρωποι) A.Andr.Gr.60
•αἱ δ. (sc. δραχμαί) las dos mil dracmas ἔστ' ἂν ἀποτίσω τὰς δισχιλίας Ach.Tat.5.17.5
•tb. c. sg. colect. dos mil δ. ἵππος Hdt.l.c., LXX ll.cc.
English (Strong)
from δίς and χίλιοι; two thousand: two thousand.
English (Thayer)
δισχίλιαι, δισχίλια, two thousand: Herodotus down.)
Greek Monolingual
δισχίλιοι, -αι, -α (AM)
1. δύο χιλιάδες
2. (στον εν. με περιληπτικά ονόματα) «παρεχόμενος... δισχιλίην ἵππον» — δύο χιλιάδες άλογα.
Greek Monotonic
δισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, δύο χιλιάδες, σε Ηρόδ.· ενικ. με περιληπτικά ονόματα, δισχιλίη ἵππος, δύο χιλιάδες άλογα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
δισχίλιοι: (ῑ) две тысячи Arph., Plat., Plut.: δισχιλίη ἵππος Her. отряд в две тысячи всадников.
Middle Liddell
adj
two thousand, Hdt.:—sg. with collective nouns, δισχιλίη ἵππος 2000 horse, Hdt.
Chinese
原文音譯:disc⋯lioi 笛士-希利哀
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:二-千
字義溯源:二千;由(δίς)=兩次)與(χίλιοι)*=一千)組成;而 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 二千(1) 可5:13