ὑποθερμαίνω: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποθερμαίνω]] ΝΜΑ- [[θερμαίνω]] [[κάτι]] λίγο, [[ελαφρώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υποθάλπω]], [[υποδαυλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ὑποθερμαίνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ | |mltxt=[[ὑποθερμαίνω]] ΝΜΑ- [[θερμαίνω]] [[κάτι]] λίγο, [[ελαφρώς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[υποθάλπω]], [[υποδαυλίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ὑποθερμαίνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾶγμα», <b>Λουκιαν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:55, 25 July 2022
English (LSJ)
A heat a little, Gal.11.417:—Pass., grow somewhat hot, ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Il.16.333, 20.476, cf. Hp.Ulc.26: metaph., Luc.DMeretr.8.3.
German (Pape)
[Seite 1217] ein wenig od. gelinde warm machen, u. pass. ein wenig warm werden, ὑποθερμάνθη ξίφος αἵματι, Il. 16, 333. 20, 476; ὑποτεθερμασμένος Hippocr.; u. in späterer Prosa, wie Luc. D. Mer. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποθερμαίνω: θερμαίνω ὀλίγον. ― Παθ., γίνομαι ὑπόθερμος, ὀλίγον τι θερμός, ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Ἰλ. Π. 333, Υ. 476· μεταφορ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 8. 3, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
échauffer ; Pass. être échauffé, être chaud.
Étymologie: ὑπό, θερμαίνω.
English (Autenrieth)
only aor. pass., ὑποθερμάνθη, was warmed, Il. 16.333 and Il. 20.476.
Greek Monolingual
ὑποθερμαίνω ΝΜΑ- θερμαίνω κάτι λίγο, ελαφρώς
νεοελλ.
μτφ. υποθάλπω, υποδαυλίζω
αρχ.
μέσ. ὑποθερμαίνομαι
μτφ. (για πρόσ.) διεγείρομαι, εξερεθίζομαι («ὑποθερμαινόμενος... ἀναφλέγεται εἰς τὸ πρᾶγμα», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
ὑποθερμαίνω: Παθ., αόρ. αʹ ὑπ-εθερμάνθην· θερμαίνω λιγάκι — Παθ., καθίσταμαι κάπως ζεστός, ζεστός, θερμαινόμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποθερμαίνω: подогревать, нагревать: ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι Hom. меч стал теплым от крови; ὑποθερμαινόμενος Luc. разгоряченный, взволнованный.
Middle Liddell
Pass., aor1 ὑπ-εθερμάνθην
to heat a little:—Pass. to grow somewhat hot, be heated, Il.