Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ακονίζω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(2)
 
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ακονώ]] -άω (Α ἀκονῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] με το [[ακόνι]] κοφτερή την [[κόψη]] μεταλλικού οργάνου, [[τροχίζω]]<br />«[[ακονίζω]] το [[μαχαίρι]]»<br />«ἀκονῶ λόγχην» (<b>Ξεν.</b> Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)<br />«ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (<b>Ξεν.</b> Ελλ. 7, 5, 20)<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ασκώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε [[κάτι]]<br />«ακονισμένο [[μυαλό]]»<br />«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (<b>Ξεν.</b> Οικ. 21, 3)<br /><b>3.</b> «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει [[κάτι]] με [[λαιμαργία]], ή περιμένει [[κάτι]] ευχάριστο<br /><b>4.</b> «ακονίζει τη [[γλώσσα]] του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με [[ευφράδεια]] ή [[οξύτητα]] (<b>[[πρβλ]].</b> «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)<br /><b>5.</b> «ακονίζει την [[πένα]] του» — ετοιμάζεται να γράψει με [[οξύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος σε -<i>ίζω</i> τυπος του αρχαίου <i>ἀκονῶ</i> λόγω της (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων <i>ακόνησα</i>, <i>ακονήσω</i> κ.λπ. [[προς]] τους αντίστοιχους τύπους σε -<i>ίσα</i>, -<i>ίσω</i> τών ρημάτων σε -<i>ίζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζωγραφίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]], [[κλονίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[κλονώ]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀκονιστός</i>, <b>νεοελλ.</b> [[ακόνισμα]], [[ακονιστήρι]], [[ακονιστής]], [[ακονιστικός]], [[ακόνιστος]]].
|mltxt=και [[ακονώ]] -άω (Α ἀκονῶ)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] με το [[ακόνι]] κοφτερή την [[κόψη]] μεταλλικού οργάνου, [[τροχίζω]]<br />«[[ακονίζω]] το [[μαχαίρι]]»<br />«ἀκονῶ λόγχην» (<b>Ξεν.</b> Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)<br />«ἀκονᾶσθαι μαχαίρας» (<b>Ξεν.</b> Ελλ. 7, 5, 20)<br /><b>2.</b> [[οξύνω]], [[ασκώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε [[κάτι]]<br />«ακονισμένο [[μυαλό]]»<br />«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (<b>Ξεν.</b> Οικ. 21, 3)<br /><b>3.</b> «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει [[κάτι]] με [[λαιμαργία]], ή περιμένει [[κάτι]] ευχάριστο<br /><b>4.</b> «ακονίζει τη [[γλώσσα]] του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με [[ευφράδεια]] ή [[οξύτητα]] (πρβλ. «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)<br /><b>5.</b> «ακονίζει την [[πένα]] του» — ετοιμάζεται να γράψει με [[οξύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταπλασμένος σε -<i>ίζω</i> τυπος του αρχαίου <i>ἀκονῶ</i> λόγω της (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων <i>ακόνησα</i>, <i>ακονήσω</i> κ.λπ. [[προς]] τους αντίστοιχους τύπους σε -<i>ίσα</i>, -<i>ίσω</i> τών ρημάτων σε -<i>ίζω</i> (πρβλ. [[ζωγραφίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ζωγραφώ]], [[κλονίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[κλονώ]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀκονιστός</i>, <b>νεοελλ.</b> [[ακόνισμα]], [[ακονιστήρι]], [[ακονιστής]], [[ακονιστικός]], [[ακόνιστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:01, 28 July 2022

Greek Monolingual

και ακονώ -άω (Α ἀκονῶ)
1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω
«ακονίζω το μαχαίρι»
«ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33)
«ἀκονᾶσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20)
2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι
«ακονισμένο μυαλό»
«ἀκονᾱν τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (Ξεν. Οικ. 21, 3)
3. «ακονίζει τα δόντια του» — ετοιμάζεται να φάει κάτι με λαιμαργία, ή περιμένει κάτι ευχάριστο
4. «ακονίζει τη γλώσσα του» — ετοιμάζεται να μιλήσει με ευφράδεια ή οξύτητα (πρβλ. «ἠκόνησαν ὡς ῥομφαίαν τὰς γλώσσας αὐτῶν» ΠΔ Ψαλμ. 63, 4)
5. «ακονίζει την πένα του» — ετοιμάζεται να γράψει με οξύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος σε -ίζω τυπος του αρχαίου ἀκονῶ λόγω της (φωνητικής) συμπτώσεως τών τύπων ακόνησα, ακονήσω κ.λπ. προς τους αντίστοιχους τύπους σε -ίσα, -ίσω τών ρημάτων σε -ίζω (πρβλ. ζωγραφίζω < ζωγραφώ, κλονίζω < κλονώ κ.λπ.).
ΠΑΡ. μσν. ἀκονιστός, νεοελλ. ακόνισμα, ακονιστήρι, ακονιστής, ακονιστικός, ακόνιστος].