Κρονίδης: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
mNo edit summary
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Kronidis
|Transliteration C=Kronidis
|Beta Code=*kroni/dhs
|Beta Code=*kroni/dhs
|Definition=[ῐ], ου, ὁ, Patron., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[son]] of [[Cronos]], i.e. <span class="title">Zeus</span>, <span class="bibl">Il.1.498</span>, al.; [[Ζεὺς]] K. <span class="bibl">2.111</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Lacon. [[Κρονίδαρ]], an [[aged]] [[man]], Hsch.</span>
|Definition=[ῐ], ου, ὁ, Patron., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[son]] of [[Cronos]], i.e. <span class="title">Zeus</span>, <span class="bibl">Il.1.498</span>, al.; [[Ζεύς|Ζεὺς]] K. <span class="bibl">2.111</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Lacon. [[Κρονίδαρ]], an [[aged]] [[man]], Hsch.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Κρονίδης''': ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ [[συνημμένως]] [[Ζεὺς]] [[Κρονίδης]]· πρβλ. [[Κρονίων]], [[Κρόνος]]· ― [[γέρων]], [[γηραλέος]] [[ἄνθρωπος]], Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.
|lstext='''Κρονίδης''': ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ [[συνημμένως]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[Κρονίδης]]· πρβλ. [[Κρονίων]], [[Κρόνος]]· ― [[γέρων]], [[γηραλέος]] [[ἄνθρωπος]], Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:23, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρονῐ́δης Medium diacritics: Κρονίδης Low diacritics: Κρονίδης Capitals: ΚΡΟΝΙΔΗΣ
Transliteration A: Kronídēs Transliteration B: Kronidēs Transliteration C: Kronidis Beta Code: *kroni/dhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, Patron., A son of Cronos, i.e. Zeus, Il.1.498, al.; Ζεὺς K. 2.111, al. II Lacon. Κρονίδαρ, an aged man, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

Κρονίδης: ῐ, ου, ὁ, πατρωνυμ., υἱὸς τοῦ Κρόνου, δηλ. ὁ Ζεύς, συχνὸν παρ' Ὁμ., καὶ συνημμένως Ζεὺς Κρονίδης· πρβλ. Κρονίων, Κρόνος· ― γέρων, γηραλέος ἄνθρωπος, Ἡσύχ. ― Λακων. Κρονίδαρ, «πολυετὴς» παρὰ τῷ αὐτῷ, πρβλ. Müller Hist. of Lit. σ. 88Ε. Τρ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de Cronos, càd Zeus.
Étymologie: Κρόνος.

English (Autenrieth)

son of Cronus, Zeus, often used alone without Ζεύς, Il. 4.5.

Greek Monolingual

Κρονίδης, ὁ (Α)
1. ο γιος του θεού Κρόνου, ο Ζευς («Ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη...» Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. oἱ Κρονίδαι
οι απόγονοι του Κρόνου («Κρονίδαι μάκαρες», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρόνος + πατρων. κατάλ. -ίδης (πρβλ. Κεχροπ-ίδης, Κενταυρ-ίδης)].

Greek Monotonic

Κρονίδης: [ῐ], -ου, ὁ, πατρωνυμ., ο γιος του Κρόνου, δηλ. ο Δίας, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

Κρονίδης: дор. Κρονίδᾱς, ου (ῐ) ὁ (gen.: ион. Κρονίδεω, дор. Κρονίδαο; дор. dat. Κρονίδᾳ; дор. gen. pl. Κρονιδᾶν) Кронид, сын Крона, т. е. Зевс; κ. βύθιος - см. βύθιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κρονίδης -ου, ὁ, Dor. Κρονίδας [Κρόνος] Dor. gen. -δαο en -δα, dat. -δᾳ; Ion. gen. -εω, vocat. -δη zoon van Kronos, (d.w.z. Zeus).

Middle Liddell

Κρονῐ́δης, ου,
patronym., son of Cronus, i. e. Zeus, Hom.