νεμέτωρ: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεμέτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἀπονέμων τὰ δίκαια, [[ἐκδικητής]], [[Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Θήβ. 489. | |lstext='''νεμέτωρ''': -ορος, ὁ, ὁ ἀπονέμων τὰ δίκαια, [[ἐκδικητής]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] Αἰσχύλ. Θήβ. 489. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεμέτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />αυτός που απονέμει [[δικαιοσύνη]], [[κριτής]], [[τιμωρός]], [[εκδικητής]] («τώς νιν [[Ζεὺς]] [[νεμέτωρ]] ἐπίδοι κοταίνων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμε</i>- του ρ. [[νέμω]] (<b>πρβλ.</b> <i>νέμε</i>-<i>σις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i>, πιθ. [[κατά]] το <i>γενέ</i>-<i>τωρ</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]])]. | |mltxt=[[νεμέτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />αυτός που απονέμει [[δικαιοσύνη]], [[κριτής]], [[τιμωρός]], [[εκδικητής]] («τώς νιν [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[νεμέτωρ]] ἐπίδοι κοταίνων», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δισύλλαβο θ. <i>νεμε</i>- του ρ. [[νέμω]] (<b>πρβλ.</b> <i>νέμε</i>-<i>σις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i>, πιθ. [[κατά]] το <i>γενέ</i>-<i>τωρ</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[νέμω]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:25, 30 July 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, A dispenser of justice, avenger, Ζεύς A.Th.485 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 239] ορος, ὁ, der Vertheiler, bes. der Recht vertheilt, Gerechtigkeit übt, der Richter, Rächer, Ζεύς, Aesch. Sept. 467.
Greek (Liddell-Scott)
νεμέτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀπονέμων τὰ δίκαια, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 489.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui distribue la justice, juge.
Étymologie: νέμω.
Greek Monolingual
νεμέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, κριτής, τιμωρός, εκδικητής («τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμε- του ρ. νέμω (πρβλ. νέμε-σις) + επίθημα -τωρ, πιθ. κατά το γενέ-τωρ (βλ. και λ. νέμω)].
Greek Monotonic
νεμέτωρ: -ορος, ὁ (νέμω), αυτός που απονέμει τα δίκαια, εκδικητής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νεμέτωρ: ορος ὁ воздающий по заслугам, каратель, мститель (Ζεύς Aesch.).