μαλθακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαλθακίζομαι]] (AM) [[μαλθακός]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («[[Ζεὺς]] τοῖς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με τη [[θερμότητα]] του ηλίου) αποχαυνώνομαι<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[δειλός]] («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν [[κιθαρῳδός]], καὶ οὐ τολμᾱν [[ἕνεκα]] τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν [[ὥσπερ]] Ἄλκηστις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[απρόθυμος]] ή [[αναβλητικός]] («δεῖν ἐμὲ πλεῖν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[μαλθακίζομαι]] (AM) [[μαλθακός]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[οκνηρός]], [[χαύνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («[[Ζεύς|Ζεὺς]] τοῖς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε [[σχέση]] με τη [[θερμότητα]] του ηλίου) αποχαυνώνομαι<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[δειλός]] («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν [[κιθαρῳδός]], καὶ οὐ τολμᾱν [[ἕνεκα]] τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν [[ὥσπερ]] Ἄλκηστις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[απρόθυμος]] ή [[αναβλητικός]] («δεῖν ἐμὲ πλεῖν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», <b>Πλάτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:26, 30 July 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκίζομαι Medium diacritics: μαλθακίζομαι Low diacritics: μαλθακίζομαι Capitals: ΜΑΛΘΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: malthakízomai Transliteration B: malthakizomai Transliteration C: malthakizomai Beta Code: malqaki/zomai

English (LSJ)

Pass., A to be softened, of persons, A.Pr.79,952, E.Med.291; of the sun's heat, Gal.17(1).388. II relax, give in, Pl.R.458b, al.; to be a coward, Id.Smp.179d; to be remiss, Id.Ep.317c.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλακός, καταπραΰνομαι, κάμπτομαι, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Πρ. 79, 952, Εὐριπ. Μήδ. 291. ΙΙ. μαλακίζομαι, γίνομαι χαῦνος, μαλθακός, Πλάτ. Πολ. 458Β, κ. ἀλλ.· εἶμαι ἀπρόθυμος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 317C.

Greek Monolingual

μαλθακίζομαι (AM) μαλθακός
είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος
αρχ.
1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῖς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.)
2. (σε σχέση με τη θερμότητα του ηλίου) αποχαυνώνομαι
3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν κιθαρῳδός, καὶ οὐ τολμᾱν ἕνεκα τοῦ ἔρωτος ἀποθνῄσκειν ὥσπερ Ἄλκηστις», Πλάτ.)
4. είμαι απρόθυμος ή αναβλητικός («δεῖν ἐμὲ πλεῖν καὶ μὴ μαλθακίζεσθαι», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μαλθᾰκίζομαι: Παθ., γίνομαι μαλθακός, λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ., Ευρ.· επαναπαύομαι, ενδίδω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μαλθᾰκίζομαι,
Pass. to be softened, of persons, Aesch., Eur.:— to relax, give in, Plat.