μεγάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=μεγάνωρ
|Full diacritics=μεγᾱ́νωρ
|Medium diacritics=μεγάνωρ
|Medium diacritics=μεγάνωρ
|Low diacritics=μεγάνωρ
|Low diacritics=μεγάνωρ

Revision as of 09:11, 4 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾱ́νωρ Medium diacritics: μεγάνωρ Low diacritics: μεγάνωρ Capitals: ΜΕΓΑΝΩΡ
Transliteration A: megánōr Transliteration B: meganōr Transliteration C: meganor Beta Code: mega/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, A = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Pi.O.1.2.

German (Pape)

[Seite 108] ορος, den Mann verherrlichend, πλοῦτος, Pind. Ol. 1, 2. Vgl. μεγαλήνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, = μεγαλήνωρ, πλοῦτος Πινδ. Ο. 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
c. μεγαλήνωρ.
Étymologie: μέγας, ἀνήρ.

English (Slater)

μεγᾱνωρ
   1 lordly μεγάνορος ἔξοχα πλούτου (O. 1.2)

Greek Monolingual

μεγάνωρ, -ορος, ὁ και ἡ (Α)
μεγαλήνωρ, αυτός που τιμά τον άνδρα («μεγάνορος πλούτου», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + ἀνήρ (πρβλ. πολυ-άνωρ)].

Greek Monotonic

μεγάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), πολύ ανδροπρεπής, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγάνωρ: ορος (ᾱ) adj. дор. Pind. = μεγαλήνωρ.

Middle Liddell

μεγ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
man-exalting, Pind.