πειθάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πειθάνωρ
|Full diacritics=πειθᾱ́νωρ
|Medium diacritics=πειθάνωρ
|Medium diacritics=πειθάνωρ
|Low diacritics=πειθάνωρ
|Low diacritics=πειθάνωρ
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πειθᾱ́νωρ -ορος [πείθω, ἀνήρ] als adj. gehoorzaam.
|elnltext=πειθᾱ́νωρ -ορος [πείθω, ἀνήρ] als adj. gehoorzaam.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πειθ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ,<br />obeying men, [[obedient]], Aesch.
|mdlsjtxt=πειθ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ,<br />obeying men, [[obedient]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 09:12, 4 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθᾱ́νωρ Medium diacritics: πειθάνωρ Low diacritics: πειθάνωρ Capitals: ΠΕΙΘΑΝΩΡ
Transliteration A: peithánōr Transliteration B: peithanōr Transliteration C: peithanor Beta Code: peiqa/nwr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, A obeying men, obedient, A.Ag.1639.

German (Pape)

[Seite 543] ορος, ion. πειθήνωρ, dem Manne gehorchend, Aesch. Ag. 1639.

Greek (Liddell-Scott)

πειθάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, τοῖς ἀνδράσι πειθόμενος, εὐπειθής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1639.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
homme obéissant.
Étymologie: πείθω, ἀνήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) ο πειθόμενος, ο ευπειθής στους άνδρες, ο υπάκουος («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. ψευδ-άνωρ].

Greek Monotonic

πειθάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που πείθεται στους ανθρώπους, πειθήνιος, υπάκουος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πειθάνωρ: ορος (ᾱ) adj. послушный: ὁ δὲ μὴ π. Aesch. кто же не послушается.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειθᾱ́νωρ -ορος [πείθω, ἀνήρ] als adj. gehoorzaam.

Middle Liddell

πειθ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ,
obeying men, obedient, Aesch.