ὀδαξησμός: Difference between revisions
Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odaksismos | |Transliteration C=odaksismos | ||
|Beta Code=o)dachsmo/s | |Beta Code=o)dachsmo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[ὀδαγμός]], Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu.2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt ὀδαξισμός.), also [[ἀδαξησμός]] Erot.107.21 | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:40, 14 August 2022
English (LSJ)
ὁ, = ὀδαγμός, Hp.Aph.3.25, Ph.2.301, Dsc.2.72, Plu.2.769e, Aret.CA1.2, Ael.NA1.38, Artem.5.67. (In codd. freq. misspelt ὀδαξισμός.), also ἀδαξησμός Erot.107.21
German (Pape)
[Seite 291] ὁ, = ὀδαγμός, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδαξησμός: ὁ, = ὀδαγμός, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλούτ. 2. 796Ε, Ἡσύχ., Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
démangeaison, cuisson.
Étymologie: ὀδαξάω.
Greek Monolingual
ο (Α ὀδαξησμός και ὀδαξισμός)
νεοελλ.
ιατρ. ερεθισμός του δέρματος ο οποίος προκαλεί κνησμό και οφείλεται σε διαταραχή της λειτουργίας τών νεύρων, χωρίς να υπάρχει εμφανής δερματική βλάβη
αρχ.
κνησμός, φαγούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «αισθάνομαι κνησμό», κατά τα ουσ. σε -(ι)σμός από ρ. σε -ίζω (πρβλ. ναυαγ-ησμός)].
Russian (Dvoretsky)
ὀδαξησμός: v.l. ὀδαξισμός и ὀδαξυσμός ὁ досл. укус, перен. возбуждение, раздражение Plut.