ἀτημέλητος: Difference between revisions
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> négligé;<br /><b>2</b> perdu, ruiné.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[τημελέω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> négligé;<br /><b>2</b> perdu, ruiné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τημελέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:55, 14 August 2022
English (LSJ)
ον, A unheeded, unnoticed, X.Cyr.5.4.18, 8.1.14, and so prob. in A.Ag.891. Adv. -τως, ἔχειν to be uncared for, X.Cyr. 8.1.15. 2 slovenly, οὐκ ἀ. τοὺς κικίννους Alciphr.3.55; τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Jul.Mis.365d.
German (Pape)
[Seite 386] vernachlässigt, Xen. Cyr. 8, 1, 14; λαμπτηρουχίαι, d. i. nicht angezündete, Aesch. Ag. 865; ἀτημελήτως ἔχειν, vernachlässigt werden, Xen. Cyr. 8, 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημέλητος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, ἀμελής, νωθρός, Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, μηδόλως προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 négligé;
2 perdu, ruiné.
Étymologie: ἀ, τημελέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 desatendido κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους llorando por las luminarias desatendidas (e.d. que no se encienden), A.A.891, οὐδένα ἀτημέλητον παρέλειπεν X.Cyr.5.4.18, cf. 8.1.14, Ph.1.238, νεοττοί Olymp.Iob 38.41
•del pelo descuidado, desaseado κικίννοι Alciphr.3.19.3
•subst. τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Iul.Mis.365d.
2 adv. -ως sin atender μηδὲν τῶν οἰκείων ἀ. ἔχειν X.Cyr.8.1.15.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτημέλητος, -ον) τημελώ
μσν.- νεοελλ.
αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος
αρχ.
1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς
2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος
3. νωθρός, αδιάφορος.
Greek Monotonic
ἀτημέλητος: -ον (τημελέω)·
I. 1. παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει κανείς, σε Ξεν.
2. σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.
II. αυτός που δεν δίνει προσοχή, αμελής, σε Αλκίφρ.· επίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν, δεν δίνω προσοχή σε κάτι, με γεν., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀτημέλητος:
1) Xen. = ἀτημελής 1;
2) оставленный без внимания, т. е. не зажженный (λαμπτηρουχίαι Aesch.).
Middle Liddell
τημελέω
I. unheeded, uncared for, Xen.
2. baffled, disappointed, Aesch.
II. taking no heed, slovenly, Alciphro:—adv., ἀτημελήτως ἔχειν to take no heed of a thing, c. gen., Xen.