παροινικός: Difference between revisions
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παροινικός''': -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν [[οἶνον]], [[μέθυσος]], Λατ. temulentus, παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1. | |lstext='''παροινικός''': -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν [[οἶνον]], [[μέθυσος]], Λατ. [[temulentus]], παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:58, 16 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, addicted to wine, drunken : Sup. παροινικώτατος Ar. V.1300.
German (Pape)
[Seite 525] ή, όν, = παροίνιος, Ar. Vesp. 1300 im superl.; adv. παροινικῶς, Cic. ad Att. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παροινικός: -ή, -όν, ὁ παραδεδομένος εἰς τὸν οἶνον, μέθυσος, Λατ. temulentus, παροινικώτατος Ἀριστοφ. Σφ. 1300. Ἐπίρρ. -κῶς, Κικ. πρ. Ἀττ. 10. 10, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui est ivre et commet des inconvenances ; addict au vin.
Étymologie: πάροινος.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πάροινος
οινοπότης, μέθυσος ή αυτός που ασχημονεί στο μεθύσι του.
επίρρ...
παροινικῶς Α
με συμπεριφορά μέθυσου, ασχημονώντας σαν μέθυσος.
Greek Monotonic
παροινικός: -ή, -όν, εθισμένος στο κρασί, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροινικός -ή -όν [πάροινος] stomdronken, zwaar onder invloed.
Russian (Dvoretsky)
παροινικός: пьяный, бесчинствующий во хмелю Arph.
Middle Liddell
παροινικός, ή, όν
addicted to wine, Ar.