κυματίας: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῡμᾰτίᾱς:''' ион. [[κυματίης|κῡμᾰτίης]], ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> волнующийся, взволнованный ([[ποταμός]] Her.; [[πόρος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> вздымающий волны, бурный ([[ἄνεμος]] Her.). | |elrutext='''κῡμᾰτίᾱς:''' ион. [[κυματίης|κῡμᾰτίης]], ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> [[волнующийся]], [[взволнованный]] ([[ποταμός]] Her.; [[πόρος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> вздымающий волны, бурный ([[ἄνεμος]] Her.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:00, 19 August 2022
English (LSJ)
ου, Ion. κῡμᾰτ-ίης, ὁ, A surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.2.111; πόρος A.Supp.546 (lyr.); πορθμός Cerc.5.11. 2 Act., causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.8.118.
German (Pape)
[Seite 1530] ion. κυματίης, ὁ, 1) dasselbe; πόρον κυματίαν ὁρίζει Aesch. Suppl. 541; κυμ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Her. 2, 111; bei Sp. auch übertr., unstät, unruhig, Liban. – 2) Wellen erregend, ἄνεμος μέγας καὶ κυματίης Her. 8, 118.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, κυμαινόμενος, πλήρης κυμάτων, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Ἡρόδ. 2. 111· πόρος Αἰσχύλ. Ἱκ. 545. 2) ἐνεργ., ἐγείρων κύματα, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ἄνεμος Ἡρόδ. 8. 118.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 houleux, agité;
2 qui soulève les vagues.
Étymologie: κῦμα.
Greek Monolingual
κυματίας, ὁ (ιων. τ. κυματίης) (Α)
1. αυτός που έχει πολλά κύματα, κυματώδης, κυμαινόμενος
2. αυτός που προκαλεί, που σηκώνει κύματα («ἄνεμον μέγαν καὶ κυματίην», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματίας, εγκληματίας)].
Greek Monotonic
κῡματίας: Ιων. -ίης, -ου, ὁ (κῦμα),
1. κυμαινόμενος, γεμάτος κύματα, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο, σε Ηρόδ.
2. Ενεργ., αυτός που προκαλεί κύματα, ανεμικός, θυελλώδης, ἄνεμος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτίᾱς: ион. κῡμᾰτίης, ου adj. m
1) волнующийся, взволнованный (ποταμός Her.; πόρος Aesch.);
2) вздымающий волны, бурный (ἄνεμος Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυματίας -ου, Ion. κυματίης -ου [κῦμα] als adj. hevig golvend, onstuimig:. ἄνεμον... κυματίην wind die hevige golven veroorzaakt Hdt. 8.118.2.
Middle Liddell
κῦμα
1. surging, billowy, κ. ὁ ποταμὸς ἐγένετο Hdt.
2. act. causing waves, stormy, ἄνεμος Hdt.