προτροπή: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προτροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> побуждение, поощрение (ἐπί τι Plat. и εἴς τι Plut.; συμβουλῆς τὸ μὲν π., τὸ δὲ [[ἀποτροπή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> наклонность, склонность (πρός τι Plat.). | |elrutext='''προτροπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[побуждение]], [[поощрение]] (ἐπί τι Plat. и εἴς τι Plut.; συμβουλῆς τὸ μὲν π., τὸ δὲ [[ἀποτροπή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[наклонность]], [[склонность]] (πρός τι Plat.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 10:22, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A exhortation, encouragement, Democr.181, Ti.Locr.104a (pl.), S.E.M.1.98, etc.; opp. ἀποτροπή, Arist.Rh.1358b8, Phld.Rh.1.65 S., cf. Stoic.2.287 (pl.); ἡ Σωκράτους π. ἡμῶν ἐπ' ἀρετήν Pl.Clit.408d; ἡ εἰς ἀδοξίαν π. Plu.2.1128b; εἰς προτροπὴν ἀρετῆς Onos.1.13, cf. IG5(1).1331.10 (Cardamyle); incitement to virtue, Diogenian.Epicur.3.6 (pl.); concrete, of persons, ἵνα τοῖς λοιποῖς προτροπὴ ὦσι Supp.Epigr.3.583.24 (Olbia, ii/iii A.D.). 2 urgent invitation, behest, κατὰ τὴν π. τῆς βουλῆς POxy.1252v.27 (iii A.D.), cf. 1415.23 (iii A.D.), BGU618.19 (iii A.D.). II impulse, Pl.Lg.920b (ed.Ald. for ῥοπή), Herod. Med. ap. Orib.6.20.14, Corn.ND27. III driving force, διὰ τὴν τῆς θαλάττης π. Dion.Byz.3.
German (Pape)
[Seite 794] ἡ, Ermunterung, Aufmunterung, Antrieb; ἃ προτροπὴν ἔχει τινὰ ἰσχυρὰν πρὸς τὸ προτρέπειν, Plat. Legg. XI, 920 b; u. so Folgde, wie Pol. 9, 10, 10; εἰ δή τις προτροπὴ ἐμπεσοῦσα εὐπειθεστέρους παρέξει, Arr. An. 5, 28, ein Beweggrund.
Greek (Liddell-Scott)
προτροπή: ἡ, (προτρέπω) παρακίνησις, παρόρμησις, Τίμ. Λοκρ. 103Ε, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀποτροπή, συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπὴ τὸ δὲ ἀποτροπὴ Ἀριστ. Ρητορ.· 1. 3, 3· πρ. ἔχειν πρός τι Πλάτ. Νόμ. 920Β· ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Κλειτοφ. 408D· εἴς τι Πλούτ. 2. 1128 Α. ΙΙ. = τροπή, Ἀρρ. Ἀν. 5. 28.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
excitation, encouragement.
Étymologie: προτρέπω.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προτρέπω
1. παρόρμηση, παρακίνηση (α. «οι προτροπές της δεν είχαν απήχηση» β. «ἡ Σωκράτους προτροπὴ ἡμῶν ἐπ' ἀρετὴν», Κλειτ.)
αρχ.
1. επείγουσα πρόσκληση («κατὰ τὴν προτροπὴν τῆς βουλῆς», πάπ.)
2. αυθόρμητη παρώθηση
3. απωστική δύναμη
4. τροπή
5. μτφ. αιτία.
Greek Monotonic
προτροπή: ἡ (προτρέπω), προτροπή, παραίνεση, παρακίνηση, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
προτροπή: ἡ
1) побуждение, поощрение (ἐπί τι Plat. и εἴς τι Plut.; συμβουλῆς τὸ μὲν π., τὸ δὲ ἀποτροπή Arst.);
2) наклонность, склонность (πρός τι Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτροπή -ῆς, ἡ [προτρέπω] aansporing, aanmoediging.
Middle Liddell
προτροπή, ἡ, προτρέπω
exhortation, Arist.