παρωνυμία: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρωνῠμία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> прозвище Plut.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[παρονομασία]]. | |elrutext='''παρωνῠμία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[прозвище]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[παρονομασία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 19 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A by-name, nickname, Plu. 2.401a,421e; punning perversion of words, ib.853b (pl.). 2 alternative name, Dam.Pr.61.
German (Pape)
[Seite 530] ἡ, Ableitung eines Wortes aus dem andern, Gramm. – Auch = παρονομασία, Sp., u. wie παρωνύμιον, Bei-, Zuname, Plut. de Pyth. or. 14.
Greek (Liddell-Scott)
παρωνῠμία: ἡ, παρωνύμιον, ἐπώνυμον, Πλουτ. 2. 401Α, 421Ε, 853Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 surnom avec ressemblance de forme;
2 c. παρονομασία.
Étymologie: παρώνυμος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παρώνυμος
παρωνύμιο, πρόσθετο σκωπτικό όνομα
νεοελλ.
γραμμ. παραγωγή ονόματος από άλλο όνομα
αρχ.
1. μεταβολή ονόματος με λογοπαίγνιο
2. εναλλακτική ονομασία.
Russian (Dvoretsky)
παρωνῠμία: ἡ
1) прозвище Plut.;
2) Plut. = παρονομασία.