ἡμίκλαστος: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμίκλαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> полуразбитый ([[λάφυρα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наполовину сломанный, надломленный (δόρατα Plut.). | |elrutext='''ἡμίκλαστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[полуразбитый]] ([[λάφυρα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> наполовину сломанный, надломленный (δόρατα Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, (κλάω) A half-broken, Plu.2.306b, 317d.
German (Pape)
[Seite 1168] halb zerbrochen, Plut. fort. Rom. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκλαστος: -ον, (κλάω) κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, Πλούτ. 2. 306Α, 317C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi brisé.
Étymologie: ἡμι-, κλάω².
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίκλαστος, -ον)
νεοελλ.
φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» — αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση
αρχ.
τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κλαστος (< κλω), πρβλ. ά-κλαστος].
Russian (Dvoretsky)
ἡμίκλαστος:
1) полуразбитый (λάφυρα Plut.);
2) наполовину сломанный, надломленный (δόρατα Plut.).