ἄχρωστος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2:")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἄχρωστος:'''<br /><b class="num">1)</b> нетронутый: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν [[ἕξει]] χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[ἀχρωμάτιστος]].
|elrutext='''ἄχρωστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[нетронутый]]: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν [[ἕξει]] χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[ἀχρωμάτιστος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χρώζω]]<br />[[untouched]], χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.
|mdlsjtxt=[[χρώζω]]<br />[[untouched]], χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.
}}
}}

Revision as of 14:18, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχρωστος Medium diacritics: ἄχρωστος Low diacritics: άχρωστος Capitals: ΑΧΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: áchrōstos Transliteration B: achrōstos Transliteration C: achrostos Beta Code: a)/xrwstos

English (LSJ)

ον, (χρώζω) A untouched, ἄ. γόνατα χερῶν ἐμῶν E.Hel. 831. II uncoloured, colourless, Democr. ap. Plu.2.1111a.

German (Pape)

[Seite 420] 1) unberührt, τινός, von etwas, Eur. Hel. 831. – 2) ungefärbt, Plut. adv. Col. 8, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχρωστος: -ον, (χρώζω) ἄψαυστος, ἄθικτος, ἄχρ. χερῶν ἐμῶν Εὐρ. Ἑλ. 831. ΙΙ. μὴ χρωματισθείς, ἄχρωμος, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1111Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sent pas le contact de la peau, non touché;
2 non coloré, sans couleur.
Étymologie: , χρώννυμι.

Spanish (DGE)

-ον no tocado ἄχρωστα γόνατ' ἐμῶν ... χερῶν E.Hel.831.
-ον
que no tiene color τὸ δ' ἀναφὲς καὶ ἄχρωστον καὶ ὅλως ἄποιον οὐκ ἔχει διαφοράν, ἀλλ' ὅμοιόν ἐστιν Plu.2.947c, cf. 948e, Plu.2.1111a (= Democr.A 57).

Greek Monolingual

ἄχρωστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος
2. άχρωμος, αχρωμάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θέμα) χρωσ-, χρώζω-χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»].

Greek Monotonic

ἄχρωστος: -ον (χρώζω), άθικτος, χερῶν ἐμῶν, με τα χέρια μου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄχρωστος:
1) нетронутый: οὐκ ἄχρωστα γόνατ᾽ ἐμῶν ἕξει χερῶν Eur. я прикоснусь к ее коленям, т. е. буду умолять ее;
2) Plut. = ἀχρωμάτιστος.

Middle Liddell

χρώζω
untouched, χερῶν ἐμῶν by my hands, Eur.