βουλευτήριος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " " to "") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βουλευτήριος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> дающий совет, советник (τινί τινος Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (в Афинах) булевт, член Совета Пятисот Plat., Arst. | |elrutext='''βουλευτήριος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[дающий совет]], [[советник]] (τινί τινος Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (в Афинах) булевт, член Совета Пятисот Plat., Arst. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 15:57, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A giving advice, κακῶν τ' Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον A.Th.575.
German (Pape)
[Seite 457] ον, berathend, ὁ, der Rathgeber, Aesch. Spt. 557.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευτήριος: -ον, = βουλευτικὸς Ι. 2, ὁ παρέχων συμβουλήν, κακῶν τ’ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον Αἰσχύλ. Θήβ. 575.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre à donner un conseil, à conseiller.
Étymologie: βουλεύθω.
Greek Monolingual
βουλευτήριος, -ον (Α)
ο αρμόδιος ή κατάλληλος να παρέχει συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή < βουλευτής.
Greek Monotonic
βουλευτήριος: -ον (βουλεύω), συμβουλευτικός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βουλευτήριος: ὁ
1) дающий совет, советник (τινί τινος Aesch.);
2) (в Афинах) булевт, член Совета Пятисот Plat., Arst.
Middle Liddell
βουλεύω
advising, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλευτήριος -ον βουλεύω raadgevend.