θεατός: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θεᾱτός:''' [adj. verb. к [[θεάομαι]]<br /><b class="num">1)</b> достойный лицезрения (σοφοῖς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> доступный узрению, видимый (τῷ νῷ Plat.): [[οὔτοι]] θ. Soph. (Эанта) нельзя видеть.
|elrutext='''θεᾱτός:''' [adj. verb. к [[θεάομαι]]<br /><b class="num">1)</b> достойный лицезрения (σοφοῖς Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[доступный узрению]], [[видимый]] (τῷ νῷ Plat.): [[οὔτοι]] θ. Soph. (Эанта) нельзя видеть.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:05, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱτός Medium diacritics: θεατός Low diacritics: θεατός Capitals: ΘΕΑΤΟΣ
Transliteration A: theatós Transliteration B: theatos Transliteration C: theatos Beta Code: qeato/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be seen, S.Aj.915; θ. σοφοῖς [Ἔρως] Pl.Smp.197d, cf. Isoc.2.49; μόνῳ νῷ Pl.Phdr.247c; cf. θαητός.

German (Pape)

[Seite 1190] ή, όν, gesehen, sehenswerth; Soph. Ai. 915; τινί, Plat. Phaedr. 247 c; δέμας Anacr. 55, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Σοφ. Αἴ. 914· τινι Πλάτ. Συμπ. 197D· τῷ νῷ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 247C· πρβλ. θηητός, θαητός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 digne d’être contemplé;
2 visible.
Étymologie: θεάομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θεατός, -ή, -όν) θεώμαι
αυτός που φαίνεται, αυτός που μπορεί κανείς να τον δει, ο ορατός
αρχ.
(για αφηρημένες έννοιες) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εξετάσει, να διακρίνει, να παρατηρήσει («θεατός μόνῳ νῷ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

θεᾱτός: -ή, -όν, αυτό που μπορεί να δει κάποιος, σε Σοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θεᾱτός: [adj. verb. к θεάομαι
1) достойный лицезрения (σοφοῖς Plat.);
2) доступный узрению, видимый (τῷ νῷ Plat.): οὔτοι θ. Soph. (Эанта) нельзя видеть.

Middle Liddell

θεᾱτός, ή, όν
to be seen, Soph., Plat.

English (Woodhouse)

visible, that may be seen, to be seen

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)